ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Καμπανάκι» από τον Στουρνάρα: Κίνδυνος αν καθυστερήσει η 3η αξιολόγηση

Τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσε  ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε ότι αφορά το χρονικό περιθώριο για την ολοκλήρωση της γ’ αξιολόγησης, τονίζοντας ωστόσο την ανάγκη για μια  εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το είδος και τις προϋποθέσεις της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.

Μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, ο κ. Στουρνάρας αναγνώρισε ως τον  σημαντικότερο και αμεσότερο κίνδυνο, την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος, όπως έγινε στην περίπτωση της πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης, με τον ίδιο να παραδέχεται ότι κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποφευχθεί, καθώς θα τροφοδοτούσε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, η οποία θα οδηγούσε σε αναστολή των επενδυτικών σχεδίων, θα υπέσκαπτε την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων μετά το πέρας του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.

Τράπεζες

Αναφερόμενος στις τράπεζες ο κ. Στουρνάρας εμφανίστηκε καθησυχαστικός αναφέροντας «ότι ουδεμία απολύτως ανησυχία δικαιολογείται για την πορεία τους.» Προσέθεσε ωστόσο ότι πρέπει, να ενταθούν οι προσπάθειες των τραπεζών ώστε να επιταχυνθεί ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεδομένου μάλιστα ότι οι στόχοι για το 2018 και το 2019 είναι πιο φιλόδοξοι από τους φετινούς.

Εκτός από τους εσωτερικούς κινδύνους ο διοικητής της ΤτΕ ανέφερε ότι υπάρχουν σημαντικοί εξωτερικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την ισχυροποίηση του ευρώ και την πιθανότητα επιβράδυνσης της οικονομικής ανόδου στην ευρωζώνη. Όπως επεσήμανε περαιτέρω άνοδος του ευρώ από τα σημερινά επίπεδα θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές αγαθών, καθώς και τις τουριστικές εισπράξεις, επιβραδύνοντας την προβλεπόμενη οικονομική ανάπτυξη και την ταχύτητα εξόδου από την κρίση.

Ο ίδιος υποστήριξε ότι η οικονομική προσαρμογή και οι διαρθρωτικές μεταβολές των τελευταίων επτά χρόνων έχουν καταστήσει την Ελλάδα πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις και έχουν δημιουργήσει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Ωστόσο, όπως παρατήρησε οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Συνεπώς, το μεγάλο ζητούμενο σήμερα είναι η επιτάχυνση των επενδύσεων. Και μόνη οδός για να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό είναι η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, με έμφαση στους πιο παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.