ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Δυσάρεστες αλήθειες, γοητευτικά ψέματα

Του Γιάννη Λοβέρδου

Παλιός πολιτικός μας έλεγε πρόσφατα ότι «ο κόσμος σήμερα μας κατακρίνει για τους ίδιους λόγους, που μέχρι πρόσφατα μας λάτρευε. Γιατί δεν μπορούμε πιά να συντηρήσουμε το πελατειακό κράτος, που διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, με τους χωρίς φειδώ διορισμούς στο δημόσιο, με τα απίστευτα επιδόματα, με τις χαριστικές πράξεις, με τα ρουσφέτια, με τις μαϊμού αναπηρικές συντάξεις, με τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις». Πικρόχολα ο συγκεκριμένος πολιτικός περιέγραψε την πραγματικότητα, με διαύγεια. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος, που διαμαρτύρονται οι περισσότεροι πολίτες.

Δεν διαμαρτύρονται επειδή οι πολιτικοί είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για το πελατειακό κράτος, που δημιούργησαν. Δεν διαμαρτύρονται γιατί έστω και τώρα, την έσχατη στιγμή, που η οικονομία καταρρέει και το δημόσιο χρεοκοπεί, απαιτείται η αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης. Και χρειάζεται άρδην να αλλάξουμε νοοτροπία. Αλλά γιατί δεν συνεχίζουμε με τον ίδιον τρόπο, που πορευθήκαμε επί δεκαετίες τώρα προς την άβυσσο, που σήμερα είναι πιο κοντά από ποτέ.

Αυτή είναι δυστυχώς η αλήθεια, όσο δυσάρεστη κι αν ακούγεται. Ολες οι αναλύσεις, η σχεδόν όλες οι αναλύσεις, που δημοσιεύονται στον τύπο έχουν να κάνουν με το γιατί το Δημόσιο δεν ρίχνει χρήματα στην αγορά για να αποκατασταθεί η ρευστότητα και να συνεχισθεί η ανάπτυξη της οικονομίας. Ουδείς αναρωτιέται τι είδους ανάπτυξη μπορεί να είναι αυτή με χρήματα του Δημοσίου, δηλαδή δανεικά, μέσω της λιανικής κατανάλωσης και μόνον. Επί χρόνια αποκαλούσαμε ως ανάπτυξη, και μάλιστα περηφανευόμαστε για τους υψηλούς ρυθμούς της, τα κοινοτικά κονδύλια, τη λιανική κατανάλωση, που έφερνε την Ελλάδα πρώτη σε όλη την ευρωζώνη σε αγορές προϊόντων πολυτελείας, και την οικοδομή. Χτίσαμε όμως τα πάντα, χτίσαμε τις βουνοκορφές, χτίσαμε στα ρέματα, στους χειμάρους ακόμα και σε ρυάκια, σε χαράδρες. Παντού. Δεν αφήσαμε τίποτα άκτιστο. Καταστρέψαμε το περιβάλλον. Κι αυτό το πληρώνουμε σήμερα σκληρά, όπως η τραγωδία στη Δυτική Αττική καταδεικνύει.

Αλλά αυτό το αποκαλούσαμε ανάπτυξη. Και τώρα, που δεν υπάρχει τίποτα άλλο πιά, που δεν έχουμε τι άλλο να κτίσουμε η να αγοράσουμε διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει άλλη ανάπτυξη στη χώρα. Τώρα, που δεν μπορούμε πιά να αγοράσουμε Hummer και Καγιέν για να κάνουμε τη φιγούρα μας στα νυκτερινά κέντρα, που σφύζουν από αργόσχολους, η στην πλατεία Κολωνακίου με τα πολυτελή καφέ της, αγωνιούμε για το μέλλον της ανάπτυξης. Ποια όμως ανάπτυξη. Στην Ελλάδα έχουμε εγκαταλείψει εδώ και δεκαετίες όποιο αναπτυξιακό μοντέλο, όποια παραγωγική διαδικασία. 

Ανάλογη είναι η λογική και πολλών από αυτούς, που διαδηλώνουν επί καθημερινής βάσεως στους δρόμους της Αθήνας κι άλλων πόλεων. Είναι προφανές και το βιώνουμε όλοι μας στην καθημερινότητα μας ότι φοβόμαστε για το μέλλον μας, που αυτή την στιγμή είναι άκρως αδιόρατο κι επίφοβο. Αλλά οι περισσότεροι έλληνες που διαμαρτύρονται δεν ζητούν από την κυβέρνηση να αλλάξει το Δημόσιο, να περιορίσει τις σπατάλες του, να διαμορφώσει τις συνθήκες εκείνες, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν ξένους επενδυτές, καταπολεμώντας τη διαφθορά και τη γραφειοκρατία του κράτους.

 

Οι περισσότεροι εκ των αριστερών που κέρδισαν πρόσφατα την εξουσία, αυτό, που ζητούν από την κυβέρνηση είναι να επαναφέρει το μοντέλο, που επί δεκαετίες τώρα βιώναμε. Να δανειζόμαστε η να βρούμε τρόπο να τυπώνουμε χρήμα για να το ρίχνουμε στην κατανάλωση, με μεγάλο ρυθμό δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων, τον μεγαλύτερο στον κόσμο ολόκληρο. Δεν μπορούν η δεν θέλουν να αντιληφθούν ότι το μοντέλο αυτό οριστικά τελείωσε. Δεν υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα να γυρίσουμε σε αυτό ούτε στο εγγύς αλλά ούτε στο απώτατο μέλλον. 

Η Ελλάδα του μέλλοντος θα είναι άκρως διαφορετική από την Ελλάδα του χθες και μόνον με αποφασιστικότητα, αλλαγή νοοτροπίας, σκληρές, αιματηρές περικοπές στο Δημόσιο, καταπολέμηση της κρατικής γραφειοκρατίας και διαφθοράς μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάπτυξη στο ορατό μέλλον. Το αύριο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι το ίδιο με το χθες. Αν δεν το αντιληφθούμε έστω και τώρα την ύστατη στιγμή, τότε η κατάρρευση είναι βεβαία.