3 top δεξιά, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Έτσι θα είναι το νέο «Μινιόν» – Καταστήματα, γραφεία, κατοικίες και εστίαση

Ενα κτίριο του χθες που φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως ένας ακόμη μεγάλος καταλύτης για το αύριο στο κέντρο της Αθήνας, γύρω από την Ομόνοια.

Ο λόγος για το νέο «Μινιόν» στην οδό Πατησίων, όπου τις εργασίες έχει αναλάβει η Dimand, με στόχο μια πρώτη εικόνα με τις ολοκληρωμένες εξωτερικές όψεις να αποκαλυφθεί στους Αθηναίους πολύ σύντομα, το προσεχές καλοκαίρι, και σε δεύτερη φάση, από το πρώτο ή δεύτερο τρίμηνο του 2024, να ακολουθήσει η σταδιακή του λειτουργία. Καταστήματα, γραφεία, κατοικίες με 40-42 διαμερίσματα και εστίαση θα αποτελέσουν τις νέες χρήσεις για το έργο, με αξία ανάπτυξης κατά την ολοκλήρωσή του πέριξ των 80 εκατ. ευρώ.

«Το σκεπτικό πίσω από την ιδέα είναι να γίνει το ακίνητο ένας νέος πυρήνας με πολλαπλές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της κατοικίας, ώστε να δημιουργήσει ένα ακόμη νέο σημείο αναφοράς στην περιοχή, αφού το μεγάλο στοίχημα σε συνδυασμό και με τις λοιπές επενδύσεις που έχουν γίνει ή δρομολογούνται στα πέριξ της πλατείας είναι να δοθεί νέα ζωή γύρω από την Ομόνοια», δηλώνει ο αρχιτέκτονας Μίνως Διγενής για το κτίριο που έγινε σήμα κατατεθέν της Αθήνας και αγαπημένος προορισμός των κατοίκων και των επισκεπτών της τον περασμένο αιώνα, παίρνοντας το όνομά του από το πρώτο περίπτερο που ίδρυσε τη δεκαετία του ’30 με έναν συνέταιρό του ο Γιάννης Γεωργακάς.

Από πλευράς της Dimand, σε αυτή τη φάση «προχωρούν η κατασκευή των όψεων και οι μελέτες που ουσιαστικά θα αφορούν τις εσωτερικές διατάξεις και διαμορφώσεις σύμφωνα με τις απαιτήσεις των μισθωτών», όπως επισημαίνει η κυρία Ολγα Ιτσιου, επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Λειτουργικής Δραστηριότητας (Chief Operations Officer) της εταιρείας.

Ο συνδυασμός κατοικιών, εμπορίου, γραφείων και εστίασης θα εκπέμπει ζωή όλο το 24ωρο και θα δημιουργεί κίνηση σε όλη τη γειτονιά
«Είμαστε σε προχωρημένο στάδιο για τις επαγγελματικές μισθώσεις, ενώ εισπράττουμε μεγάλο ενδιαφέρον και για τις κατοικίες και, όπως φαίνεται, υπάρχει μεγάλο κοινό που πράγματι πιστεύει ότι μπορεί να γίνει η επανεκκίνηση της περιοχής ως οικιστικής και ζωντανής όλο το 24ωρο.

Τα διαμερίσματα που ξεκινούν από ένα μέγεθος, στην πλειονότητά τους, 60-65 τ.μ. έως 115 τ.μ. προσελκύουν ένα κοινό ηλικίας 30-55 ετών, προερχόμενο και από το εξωτερικό, Ελληνες του εξωτερικού που έχουν ταξιδέψει πολύ και πιστεύουν στην αναβίωση του κέντρου των πόλεων. Η Dimand πραγματικά πιστεύει στην επιστροφή της κατοικίας στο κέντρο της Αθήνας, και αυτό ακριβώς το κομμάτι θέλουμε να το αναπτύξουμε περαιτέρω και με νέα έργα».

Το στίγμα του νέου «Μινιόν»

Το στίγμα για το νέο «Μινιόν» -πέραν των υψηλών περιβαλλοντικών προδιαγραφών του έργου με βιοκλιματικά στοιχεία και διεθνείς πιστοποιήσεις- δίνουν η αρχιτεκτονική γραμμή που παραπέμπει σε αθηναϊκό μοντερνισμό, το χρώμα και οι αψίδες, «με στόχο να αποτελέσει ένα κτίριο πλήρως ενταγμένο στον αρχιτεκτονικό ιστό της Αθήνας», σύμφωνα με τον κ. Διγενή, ο οποίος ζει στη Βαρκελώνη, έχει όμως και ο ίδιος παιδικές μνήμες από το κτίριο της οδού Πατησίων. Η ανάθεση για την ανακατασκευή του ακινήτου ήταν αποτέλεσμα διεθνούς διαγωνισμού στον οποίο συμμετείχαν δέκα εταιρείες από τις οποίες επιλέχθηκε τελικά το γραφείο Minos Digenis Arquitectos.

Το συγκρότημα του «Μινιόν» αποτελείται από πέντε κτίρια και έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια από τότε που παραμένει εγκαταλελειμμένο, έχοντας αφήσει στο μακρινό παρελθόν την παλιά του αίγλη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη δεκαετία του ’70 το πολυκατάστημα, που ήταν μάλιστα το πρώτο που χρησιμοποίησε εσωτερικές κυλιόμενες σκάλες, έφτασε να είναι το ενδέκατο μεγαλύτερο στο είδος του στην Ευρώπη, με ετήσιο τζίρο 1 δισ. δραχμές, νούμερο αστρονομικό για την εποχή. Η τεράστια καταστροφή με την πυρκαγιά του 1980 ήταν ένα μεγάλο ορόσημο που σηματοδότησε την αρχή του τέλους για το δημιούργημα του Γιάννη Γεωργακά. Εκτοτε, έστω κι αν το «Μινιόν» αναγεννήθηκε, ουδέποτε κατάφερε να ανακτήσει την παλιά του λάμψη, χάνοντας το τρένο των εξελίξεων στο εγχώριο λιανεμπόριο, αντιμετωπίζοντας ουκ ολίγα προβλήματα ρευστότητας και έχοντας τελικά τον χαρακτηρισμό της «προβληματικής επιχείρησης». Το οριστικό λουκέτο μπήκε το 1998, με την τελευταία ιδιοκτήτρια, τη Folli Follie, να έχει επεξεργαστεί διάφορα σενάρια αξιοποίησης την περίοδο των παχιών αγελάδων για την ίδια, ενώ το 2021, στο πλαίσιο του σχεδίου εξυγίανσης της εταιρείας, το ακίνητο άλλαξε χέρια περνώντας στην Dimand.