Ο ορισμός του Τζέιμς Μποντ ο άνθρωπος που με την ερμηνεία του ως 007 έκανε γνωστό τον πράκτορα της MI6 σε όλο τον κόσμο έφυγε από την ζωή.
Θλίψη σε όλο τον κόσμο σκόρπισε ο θάνατος του Σον Κόνερι. Του εμβληματικού σκωτσέζου ηθοποιού ο οποίος πέθανε σε ηλικία 90 ετών.
Έχει χριστεί ιππότης, ανακηρύχθηκε ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ, όμως αποφάσισε να βάλει τέλος στην υποκριτική του καριέρα του το 2006, παρόλο που είχε ακόμα πολλά να δώσει. Έκτοτε αποσύρθηκε στις Μπαχάμες με τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν.
Ο Σκοτσέζος Σερ ξεκίνησε από μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου και πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλεύει προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του. Έγινε γαλατάς, pool boy, bodybuilder, οδηγός φορτηγού, μέλος του βασιλικού ναυτικού, μοντέλο στην σχολή καλών Τεχνών, υπάλληλος σε γραφείο τελετών, ποδοσφαιριστής και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Μετά από όλες αυτές τις δοκιμές για το μεροκάματο, τα βήματά του του τον οδήγησαν και σε μια οντισιόν. Ο ίδιος έχει πει πως δεν είχε σκεφτεί ποτέ στα σοβαρά να γίνει ηθοποιός. Απλώς εκείνη την εποχή βρισκόταν στο Λονδίνο για τον διαγωνισμό του «Μίστερ Υφήλιος» και κάποιος του είπε ότι ζητούσαν άτομα για τη χορευτική ομάδα του θεατρικού μιούζικαλ «South Pacific». Για τον Κόνερι εκείνη την εποχή αυτή η εμπειρία ήταν απλώς ακόμα μια δουλειά, δεν ήξερε όμως πως θα άλλαζε για πάντα η ζωή του.
Παραδόξως στην θεατρική αυτή ομάδα στέριωσε και έμεινε για δυο χρόνια, οπότε κατάλαβε πως αυτό ήταν το «διαφορετικό» που έψαχνε στη ζωή του. Έμεινε στην Αγγλία δουλεύοντας στο θέατρο, το οποίο εγκατέλειψε για λίγο, όταν το 1957 πήρε τον πρώτο ρόλο στην τηλεοπτική μεταφορά του θεατρικού του Άλβιν Ράκοφ «Ρέκβιεμ για έναν πυγμάχο» για το BBC. Το κοινό και οι κριτικοί γοητεύτηκαν από την παρουσία του κι έτσι έναν χρόνο αργότερα υπέγραψε πενταετές συμβόλαιο με την 20th Century Fox. Έκανε δέκα ταινίες -πολεμικά μελόδραμα ως επί το πλείστον- τις οποίες ο ίδιος δεν φαίνεται να πολυεκτιμά εκτός από το «Κάπου, κάποιος, κάποτε» («Another Τime, Αnother Ρlace», 1958), όπου υποδύεται τον εραστή της Λάνα Τάρνερ.
Η μεγάλη ευκαιρία του χτύπησε την πόρτα το 1962. Οι παραγωγοί Άλμπερτ Μπρόκολι και Χάρι Σάλτζμαν είχαν αποφασίσει να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα του Ίαν Φέμινγκ «Δόκτωρ Νο», όπου ο κεντρικός ήρωας λεγόταν Τζέιμς Μποντ. Τότε ακόμα ο πράκτορας 007 δεν ήταν δημοφιλές francize, οπότε το μπάτζετ δεν επαρκούσε για να προσλάβουν κάποιον σταρ. Έτσι ο Κόνερι πήρε τελικά τον ρόλο, αν και ο Φλέμινγκ στη αρχή είχε τις αντιρρήσεις λόγω της σκοτσέζικης προφοράς του. Μετά όμως από την πρεμιέρα άλλαξε γνώμη και στα επόμενα βιβλία του έδωσε στον Μποντ μια σκωτο-ελβετική καταγωγή.
Η ταινία έκανε τεράστια επιτυχία και η καριέρα του Κόνερι εκτινάχτηκε. Γύρισε ακόμα πέντε ταινίες αλλά το 1980 η συνεργασία του με τους παραγωγούς έληξε για οικονομικούς λόγους. Το 1983, για πρώτη φορά στην ιστορία του 007, στις αίθουσες βγήκαν δύο ταινίες με τον Μποντ η καθεμία με διαφορετικούς πρωταγωνιστές στον ρόλο του πράκτορα και προερχόμενες από διαφορετικά στούντιο. Η «Επιχείρηση: Οκτάπουσι» με τον Ρότζερ Μουρ και το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» με τον Κόνερι. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο Κόνερι υποδύθηκε τον 007 και παρόλο που η ταινία δεν θεωρείται ότι ανήκει στην κλασική σειρά, ήταν η εκδίκηση του ηθοποιού απέναντι στους παραγωγούς του.
Η γοητεία και η φινέτσα του Κόνερι χάρισαν στο Μποντ έναν αέρα που δεν είχε στο βιβλίο του o Φλέμινγκ και το κοινό τον ταύτισε με τον συγκεκριμένο ρόλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να τυποποιηθεί. Άρχισε να κάνει αυστηρές επιλογές, διαλέγοντας ρόλους εκ διαμέτρου αντιθέτους. Το 1964 συνεργάζεται με τον μετρ Άλφρεντ Χίτσκοκ στη «Μάρνι», ενώ το 1965 παίζει στον «Λόφο» του Σίντνεϊ Λουμέτ. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε για χρόνια και μαζί του ο Κόνερι έπαιξε σημαντικούς ρόλους. Επίσης το 1975 δούλεψε με τον Τζον Χιούστον στον «Άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς» με συμπρωταγωνιστή τον φίλο Μάικλ Κέιν, αποκαλύπτοντας μια ακόμα πλευρά της υποκριτικής του γκάμας. Κι αυτές ήταν μόνο μερικές από τις κορυφαίες στιγμές μιας μεγάλης καριέρας.
Αν και είναι από τους πιο προβεβλημένους ηθοποιούς της γενιάς του, με πάνω από εβδομήντα ταινίες στο ενεργητικό του και αμέτρητες επιτυχίες, ο Κόνερι δεν φαίνεται πως αγαπάει ιδιαίτερα τη δημοσιότητα. Έχει τη φήμη του «δύσκολου», αρνείται να δίνει πολλές συνεντεύξεις, ενώ πάντα απέφευγε τις πολλές εμφανίσεις, πράγμα που όπως ο ίδιος έχει δηλώσει μάλλον είχε επίπτωση στη δουλειά του αφού του στέρησε, κατά τη γνώμη του, πολλά βραβεία.
Η αλήθεια είναι ότι στη μακρά πορεία του η πιο σημαντική του βράβευση ήταν το 1988 όταν κέρδισε το Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου για τους «Αδιάφθορους» Μπράιαν Ντε Πάλμα. Στην απονομή το κοινό τον χειροκροτούσε για αρκετή ώρα και ο ίδιος είχε πει πως μάλλον το χρυσό αγαλματίδιο το πήρε για τη συνολική του προσφορά, παρά για τη συγκεκριμένη ερμηνεία.
Η προσωπική του ζωή έχει αρκετά μελανά σημεία. Έχει παντρευτεί δυο φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Βρετανίδα ηθοποιός Νταϊάν Σιλέντο, με την οποία είχε μια θυελλώδη σχέση. Εκείνη στην αυτοβιογραφία της τον είχε κατηγορήσει για ψυχολογική και σωματική κακοποίηση, πράγμα που ο Κόνερι έσπευσε να διαψεύσει δηλώνοντας πως είναι κατά της βίας. Μαζί της απέκτησε έναν γιο που ασχολείται κυρίως με τη σκηνοθεσία, με τον οποίο όμως δεν φαίνεται να έχουν συχνές επαφές. Η δεύτερη γυναίκα του είναι η Γαλλομαροκινή ζωγράφος Μισελίν Ροκμπρίν, η οποία είχε μια κόρη από τον πρώτο της γάμο. Με την εγγονή της μάλιστα, η οποία κάνει καριέρα ως influencer στη βιομηχανία της μόδας με το όνομα Σάσκια Κόνερι, αν και δεν είναι επίσημα υιοθετημένη, έχει πολύ καλές σχέσεις.
Ο Κόνερι είναι ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο (μάλιστα έχει ένα τατουάζ στο μπράτσο του γράφει «Scotland Forever»). Εξαιτίας των πολιτικών του θέσεων άργησε πολύ να πάρει τον τίτλο του σερ, όμως τελικά χρίστηκε ιππότης το 2000 από τη βασίλισσα της Αγγλίας στο Παλάτι του Χόλιρουντ στο Εδιμβούργο.
Αν και πολλοί λένε πως είναι σφιχτός με τα χρήματα, φημίζεται για την φιλανθρωπική του δράση. Έχει δωρίσει όλο τον μισθό του από το «Ρόδο και το βέλος» (περίπου 250.000 δολάρια) σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, κάτι που είχε κάνει επιστρέφοντας στον Τζέιμς Μποντ το 1971 με τα «Διαμάντια είναι παντοτινά» (1971), την τελευταία επίσημη ταινία του ως Μποντ.