Την μεγάλη σημασία που έχει ο εμβολιασμός του πληθυσμού επεσήμανε η Ιωάννα Παυλοπούλου, Καθηγήτρια Παιδιατρικής- Λοιμωξιολόγος και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι όλοι θα πρέπει να έχουν κάνει τουλάχιστον μία δόση πριν φύγουν για καλοκαίρι.
«Είναι θέμα ατομικής υγείας και προσφοράς στη συλλογική ανοσία. Πρέπει όλοι να εμβολιαστούν μέσα στο καλοκαίρι, τουλάχιστον με μία δόση», λέει στο iefimerida.gr, ενώ δεν αποκλείει ένα τέταρτο κύμα επιδημίας από το φθινόπωρο, που θα πλήξει κυρίως τους ανεμβολίαστους, αν και το απεύχεται.
Παράλληλα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τα φαινόμενα χαλάρωσης που παρατηρούνται λέγοντας χαρακτηριστικά πως «με τη βελτίωση του καιρού και τις επερχόμενες διακοπές, δυστυχώς, παρατηρείται μία χαλάρωση. Έχουν σταματήσει να τηρούνται τα μέτρα, οι πολίτες φορούν όλο και λιγότερο τις μάσκες, οι αποστάσεις δεν τηρούνται και ενδεχομένως πολλοί να σκέφτονται ότι θα επανέλθουν στην τήρηση των μέτρων και θα εμβολιαστούν μετά τις διακοπές. Πρόκειται για λάθος σκέψεις και πράξεις καθώς ο ιός θα συνεχίσει να μολύνει. Γι’ αυτό είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός όλων».
Αναφερόμενη στα σχετικά χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού που καταγράφονται ακόμα σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες στη χώρα μας, η Καθηγήτρια Παιδιατρικής- Λοιμωξιολόγος κάνει λόγο για έλλειψη εμβολιαστικής κουλτούρας.
«Η πανδημία θα πρέπει να γίνει η αφετηρία προκειμένου η πολιτεία να ξεκινήσει να εκπαιδεύει το γενικό πληθυσμό της χώρας μας για τα οφέλη του εμβολιασμού, από το σχολείο ακόμη. Όπως εκπαιδεύονται τα μικρά παιδιά στο νηπιαγωγείο για το όφελος της στοματικής υγιεινής, έτσι θα πρέπει να αρχίσει η εκπαίδευση και για τα οφέλη του εμβολιασμού», λέει με νόημα και σχολιάζει αρνητικά το γεγονός ότι υπάρχουν μέρη της χώρας μας με μικρή εμβολιαστική κάλυψη, όπως μικρά νησιά που στηρίζονται οικονομικά στον τουρισμό. «Πρόκειται για παραδοξότητα που αναδεικνύει την ανάγκη να εμπλακεί η τοπική αυτοδιοίκηση και οι τοπικοί επιστημονικοί φορείς να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην προώθηση του εμβολιασμού», τονίζει.
Ερωτηθείσα σχετικά με τον εμβολιασμό των παιδιών κατά του SARS-CoV-2 η κυρία Παυλοπούλου, τόσο με την ιδιότητα της παιδιάτρου όσο και αυτής του μέλους της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, ξεκαθαρίζει πως «αυτή τη στιγμή πρέπει να επικεντρώσουμε καταρχάς στον εμβολιασμό του ενήλικου πληθυσμού. Το ζήτημα των παιδιών είναι κάτι που εξετάζουμε και εμείς, όπως και άλλες επιτροπές εμβολιασμών σε άλλες χώρες. Ωστόσο, πριν οποιαδήποτε απόφαση, πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά διάφορες παράμετροι και ζητήματα, όπως ζητήματα επιδημιολογίας, αμιγώς ιατρικά, ηθικής και ζητήματα πρακτικά. Πρέπει να δούμε πώς θα πάει η επιδημιολογική κατάσταση στη χώρα μας. Γνωρίζουμε ότι τα μεγαλύτερα παιδιά συμμετέχουν στη μετάδοση του ιού. Στην πλειοψηφία τους, όμως τα παιδιά νοσούν είτε ήπια είτε ασυμπτωματικά. Υπάρχει βέβαια και ένα μικρό ποσοστό που μπορεί να νοσήσει σοβαρά, συνήθως πρόκειται για παιδιά που έχουν ορισμένα υποκείμενα νοσήματα και καταστάσεις και αυτά θα είναι τα πρώτα υποψήφια για εμβολιασμό».
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρει η Καθηγήτρια Επιδημιολογίας, «τα παιδιά θα πρέπει να εμβολιαστούν κυρίως για δικό τους όφελος και όχι για να προστατεύσουν τους ενήλικες, οι οποίοι αρνούνται να εμβολιαστούν, αν και από νωρίς είχαν τη δυνατότητα. Το ζήτημα της ασφάλειας μας απασχολεί πρωτίστως και αν ο εμβολιασμός στην ομάδα αυτή υπερτερεί σημαντικά ενός, έστω μικρού, ενδεχόμενου ρίσκου. Αυτή την περίοδο εξετάζεται ένα μικρό ποσοστό περιπτώσεων μυοκαρδίτιδας και περικαρδίτιδας που ενδεχομένως, δεν είναι βέβαιο, να σχετίζονται με το εμβόλιο. Εξάλλου, σύντομα θα έχουμε και λεπτομερέστερη αξιολόγηση σε πραγματικές συνθήκες από τις ΗΠΑ και τον Καναδά που ήδη ξεκίνησαν τον εμβολιασμό σε εκατοντάδες χιλιάδες εφήβους. Θα εξετάσουμε όλες τις παραμέτρους, αλλά θα πρέπει επιπλέον να γίνει σαφές ότι, ο εμβολιασμός ενός μεγάλου ποσοστού του ενήλικου πληθυσμού μπορεί να προσφέρει έμμεση προστασία και στις μικρότερες ηλικίες, αφού γνωρίζουμε ήδη ότι το εμβόλιο προστατεύει και από τη μετάδοση. Τέτοια στοιχεία έμμεσης προστασίας έχουμε ήδη από το Ισραήλ».
Τέλος, αναφορικά με το ποσοστό του πληθυσμού που πρέπει να εμβολιαστεί για να επιτευχθεί το «τείχος ανοσίας», η κυρία Παυλοπούλου σημειώνει ότι η όποια εκτίμηση θα ήταν αυθαίρετη και εξηγεί: «Το ποσοστό αυτό εξαρτάται, εκτός από την αποτελεσματικότητα των διαφόρων εμβολίων, και από το πόσο μεταδοτικός είναι ο ιός και, όπως γνωρίζουμε, έχουμε εμφάνιση νέων πιο μεταδοτικών στελεχών του ιού. Όσο λοιπόν αυξάνεται η μεταδοτικότητα κάθε νέου στελέχους, τόσο αυξάνεται και το ποσοστό εμβολιασμού που χρειάζεται να επιτύχουμε προκειμένου να αποκτήσουμε τη συλλογική ανοσία, δηλαδή το λεγόμενο τείχος προστασίας, ώστε να είμαστε περισσότερο ασφαλείς».
Πηγή: iefimerida.gr