ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τσίπρας – προδημοσίευση από την «Ιθάκη»: «Επώδυνος συμβιβασμός αλλά οι θυσίες του λαού δεν πήγαν χαμένες»

Λίγες ώρες πριν την κυκλοφορία του βιβλίου «Ιθάκη» τη Δευτέρα 24 Νοεμβρίου ο Αλέξης Τσίπρας προχωρά σε μία – τελευταία – προδημοσίευση αποσπάσματος η οποία συνοδεύεται και από βίντεο με την ηχογράφηση για τις ανάγκες του audiobook καθώς θα κυκλοφορήσει και σε ακουστική μορφή από την πλατφόρμα της Bookvoice.

Το απόσπασμα είναι από το κεφάλαιο «Μύθοι και Αλήθειες» και αναφέρεται στο τρίτο μνημόνιο και στο οικονομικό -τεχνικό πλαίσιο που ήρθε ως αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης. Ο Αλέξης Τσίπρας τονίζει ότι παρά τα δυσβάστακτα μνημονιακά και υφεσιακά μέτρα, το πρόγραμμα που εφάρμοσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε κοινωνικά αντίβαρα και πως σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με τα δύο προηγούμενα.

«Το πρόγραμμα που υπέγραψα» αναφέρει μεταξύ άλλων «αποτέλεσε αναμφισβήτητα έναν επώδυνο συμβιβασμό, αλλά έθεσε τα θεμέλια για την οριστική έξοδο της πατρίδας μας από τα Μνημόνια, το 2018, την πρωτοφανή ελάφρυνση του χρέους και την επιστροφή της σε τροχιά ανάκτησης της δημοσιονομικής και θεσμικής της αυτονομίας. Οι θυσίες του λαού μας δεν πήγαν χαμένες, όπως με τα προηγούμενα προγράμματα διάσωσης».

Αναλυτικά το απόσπασμα με τον τίτλο «Μύθοι και αλήθειες»:

Οι αντίπαλοί μας, στην Ελλάδα –με πρωταγωνιστές τους υπεύθυνους της χρεοκοπίας– αλλά και στο εξωτερικό –με πρωταγωνιστές τους επίδοξους διώκτες μας από την Ευρώπη– ισχυρίζονται πως η αντίσταση που προέβαλε και η διαπραγμάτευση που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ προκάλεσαν «ζημιά» στην
ελληνική οικονομία από 20 έως 100 δισ. Αναλόγως ποιον ρωτάς. Οι πιο συχνά αναφερόμενοι αριθμοί κυμαίνονται στα 80-86 δισ., όπως τα «υπολόγισε» ο Ρέγκλινγκ, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, φορέα δανεισμού της Ελλάδας στο τρίτο πρόγραμμα. Ο Ρέγκλινγκ, ο οποίος νυχθημερόν κατηγορούσε εμένα, τον Ολάντ, τη Μέρκελ και τον Γιούνκερ, γιατί θέλαμε να μείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη!

(…) Το ποσό, λοιπόν, στο οποίο αναφέρεται, προφανώς ταυτίζεται με τη χρηματοδότηση του Τρίτου Μνημονίου (86 δισ. ευρώ). Άλλοι έχουν αναφερθεί σε κόστη που αφορούν στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών (5-15 δισ. ευρώ), ενώ άλλοι έχουν επιχειρήσει να υπολογίσουν τις έμμεσες απώλειες του
ΑΕΠ, λόγω ύφεσης από την αβεβαιότητα για την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Και οι πιο ευφάνταστοι στην Ελλάδα αθροίζουν και τις τρεις εκδοχές, ώστε να τους βγει ένα ακόμα πιο θεαματικό νούμερο.

Εκτός όμως από την αριθμητική της πολιτικής εμπάθειας, υπάρχει και η αριθμητική της αλήθειας. Όσοι υπολογίζουν ως κόστος της διαπραγμάτευσης τον δανεισμό του τρίτου προγράμματος, ξεχνούν, ή κάνουν ότι ξεχνούν, πως η Ελλάδα, τον Ιανουάριο του 2015, που αναλάβαμε τη διακυβέρνηση, ήταν με τη θηλιά του χρέους στον λαιμό, με άδεια ταμεία, εκτός αγορών και με το δεύτερο πρόγραμμα εκτροχιασμένο. Έπρεπε, συνεπώς, να δανειστεί ούτως ή άλλως, για να αποπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Και ούτε για τις υποχρεώσεις αυτές, ούτε για το χρέος, ούτε για τα άδεια ταμεία, είχε την
παραμικρή ευθύνη η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και αν δεν ήμασταν σε Μνημόνια, τα ποσά αυτά θα έπρεπε να αναζητηθούν στις διεθνείς χρηματαγορές, με επιτόκια πολύ υψηλότερα από
αυτά που η δική μας διαπραγμάτευση πέτυχε στη Συμφωνία με τον ΕΜΣ.

(…) Μήπως, όμως, υπήρχε η δυνατότητα αποφύγουμε το πικρό ποτήρι; Να ανακτήσει η χώρα πρόσβαση στις αγορές και να μπορέσει έτσι, χωρίς πίεση και εκβιασμούς, να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις και να αποφύγει τη χρεοκοπία; Αυτό κανένας σοβαρός αναλυτής δεν το συζητά. Γιατί, μιλάμε για μια χώρα που δεν είχε ολοκληρώσει καμία σοβαρή διαρθρωτική μεταρρύθμιση. Μια χώρα που δεν κατάφερε να κλείσει την 5η Αξιολόγηση του δεύτερου συνεχόμενου προγράμματος στήριξης. Μια χώρα με απαγορευτικά επιτόκια δανεισμού, ένα βουνό δημόσιου χρέους, περίπου στο 180% του ΑΕΠ, και τεράστια ποσά σε αποπληρωμές δανείων μέσα στην
επόμενη τριετία.

(…) Όσοι, πάλι, με δημιουργική λογιστική, ισχυρίζονται ότι το ΑΕΠ της χώρας θα είχε ανέβει θεαματικά, αν είχαμε παραδοθεί χωρίς αντίσταση και στηρίζουν το επιχείρημά τους στις προβλέψεις του ΔΝΤ για την τριετία 2015-2018, δεν έχουν παρά να ρίξουν μια ματιά στις αντίστοιχες προβλέψεις του ΔΝΤ για τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας από το 2010 μέχρι και το 2014. Θα διαπιστώσουν έτσι πόσο εξωπραγματικές, ερασιτεχνικές ή υποταγμένες σε σκοπιμότητες ήταν οι εκτιμήσεις τους.

Τέλος, όσοι επιχειρούν να φορτώσουν σε μας το κόστος της ανακεφαλαιοποίησης των Τραπεζών,
αποσιωπούν ή αγνοούν ότι αυτή θα ήταν αδύνατον να αποφευχθεί ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι αναταράξεις του 2015, αφού οι ελληνικές τράπεζες ήταν ήδη σε πολύ δύσκολη κατάσταση από το 2013-2014, με πάνω από το 45% των δανείων που είχαν χορηγήσει να είναι «κόκκινα». Ενώ η απόφαση της ΕΚΤ να αποσύρει το waiver για τα ελληνικά ομόλογα μία εβδομάδα μετά τις
εκλογές του Ιανουαρίου επιτάχυνε την κρίση ρευστότητας των τραπεζών. Επιπλέον, οι ανακεφαλαιοποιήσεις έγιναν με ιδιωτική συμμετοχή σε μεγάλο ποσοστό, άρα δεν ήταν πλήρως δημοσιονομικό το κόστος. Και εντέλει, οι τράπεζες απέκτησαν πάλι σύντομα πρόσβαση σε ρευστότητα, και η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος όχι μόνο επανήλθε, αλλά αυτό εξυγιάνθηκε και επέστρεψε σύντομα σε κερδοφορία.

(…) Με όρους τεχνοκρατικού πραγματισμού, η σκληρή διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015, που οι πολιτικοί μας αντίπαλοι χαρακτήριζαν συγκρουσιακή, ορισμένοι ακόμα και τυχοδιωκτική, κατέληξε σε μία νέα συμφωνία, που τα κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ελάχιστη σχέση είχαν
με τις δυο προηγούμενες και αποτυχημένες φάσεις της λεγόμενης προσαρμογής.

Το Τρίτο Μνημόνιο περιλάμβανε, χωρίς αμφιβολία, μια σειρά από μέτρα λιτότητας, που δεν τα θέλαμε, αλλά υποχρεωθήκαμε να αποδεχτούμε και που τον υφεσιακό χαρακτήρα και την αρνητική τους επίδραση στην ελληνική οικονομία και κοινωνία ούτε υποτίμησα ούτε έκρυψα. Από την άλλη, όμως, υποχρεώθηκε και η άλλη πλευρά, οι εταίροι, να αποδεχτούν μια σειρά από όρους, εκ των ων ουκ άνευ για εμάς.

Κατ’ αρχάς, αναγνώρισαν ρητά την ανάγκη ελάφρυνσης του χρέους, για την οποία μέχρι τότε ή αντέτασσαν κάθετη άρνηση ή πετούσαν την μπάλα στην εξέδρα. Αυτή ήταν μια από τις βασικές μας επιτυχίες στις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής, της 12ης Ιουλίου 2015. Για πρώτη φορά, οι Θεσμοί
παραδέχτηκαν χωρίς αστερίσκους ότι το ελληνικό χρέος ήταν μη βιώσιμο υπό τις παρούσες συνθήκες, και δρομολόγησαν σταδιακά ουσιαστικά μέτρα ελάφρυνσης.

Δεύτερον, υποχώρησαν στον προσδιορισμό των δημοσιονομικών στόχων και αποδέχτηκαν μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση. Η Συμφωνία του 2015 προέβλεψε μεταβατικά πρωτογενή πλεονάσματα -0,25% το 2015, 0,5% το 2016, 1,75% το 2017, και 3,5% από το 2018. Κι αυτό μας παρείχε ζωτικό δημοσιονομικό χώρο σε σύγκριση με όσα είχε αποδεχτεί η Κυβέρνηση Σαμαρά στο δεύτερο μνημόνιο: 1,5% το 2014, 3% το 2015 και 4,5% από το 2016 και μετά.

Η συνολική δημοσιονομική ελάφρυνση ήταν της τάξης του 11,5% του ΑΕΠ το διάστημα 2015-2018, δηλαδή περίπου 22 δισ. ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν να περιοριστεί η ύφεση το 2015 και 2016 στο –0,3% και –0,2% αντίστοιχα, αντί για βαθύτερη ύφεση που θα προκαλούσαν πιο επιθετικά μέτρα.

Τρίτον, υπήρξε σημαντική αναδιάρθρωση θεσμικών εργαλείων. Το τρίτο πρόγραμμα συνοδεύτηκε από σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με πιο μακροπρόθεσμη στόχευση. Ξεχωρίζει η ίδρυση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), η οποία αποδέσμευσε τη φορολογική διοίκηση
από την πολιτική επιρροή και αύξησε τη φορολογική συμμόρφωση κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες την τριετία 2016-2018. Παράλληλα, συστάθηκε το Υπερταμείο (ΕΕΣΥΠ), δίνοντας έμφαση όχι στην εκποίηση δημόσιας περιουσίας, αλλά στην ενεργητική διαχείρισή της.

Τέταρτον, θεσπίστηκαν κοινωνικά αντίβαρα και υπήρξε μέριμνα για την προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η Κυβέρνησή μας προσπάθησε να αντισταθμίσει τα μέτρα λιτότητας με μέτρα κοινωνικής προστασίας. Το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ), που θεσμοθετήθηκε το 2016, αποτέλεσε για πρώτη φορά ενιαίο μηχανισμό, που βασιζόταν σε εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και λειτουργούσε με ηλεκτρονικό μητρώο και διασταυρώσεις σε πραγματικό χρόνο. Παράλληλα, η Συμφωνία περιείχε ρήτρα για την προστασία της πρώτης κατοικίας έως το τέλος του 2018 – δικό μας επίμονο αίτημα, που βρέθηκε στο κέντρο της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς.

Σε σχέση, τέλος, με την πρόταση που απέρριψε στο δημοψήφισμα ο ελληνικός λαός, η Συμφωνία που υπογράψαμε τελικά είχε παρόμοια αρνητικά, αλλά πολύ περισσότερα θετικά. Η πρόταση που απορρίφθηκε εστίαζε σε άμεσες περικοπές συντάξεων και αυξήσεις ΦΠΑ, χωρίς καθαρό πλαίσιο για
ελάφρυνση χρέους. Αντίθετα, το τρίτο πρόγραμμα συνοδευόταν από πακέτο 35 δισ. ευρώ, μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων και του ΕΣΠΑ, για την ενίσχυση ρευστότητας και ανασυγκρότησης του παραγωγικού μοντέλου.

Συνοψίζοντας, η Κυβέρνησή μου και εγώ προσωπικά μπορεί να κατηγορηθήκαμε για πολλά την περίοδο της διαπραγμάτευσης. Και να κατηγορούμαστε ακόμα. Όποιος, όμως, δεν θέλει να είναι θύμα μιας αδίστακτης προπαγάνδας, αλλά να εξετάσει τα πράγματα με ψυχρό και αντικειμενικό μάτι, οφείλει να αναγνωρίσει πως η Συμφωνία που υπογράψαμε τα ξημερώματα της 13ης Ιουλίου δεν επιδέχεται, σε επίπεδο ρεαλισμού, θεσμικής ενίσχυσης και κοινωνικής αντιστάθμισης, καμιάς σύγκρισης με τις προηγούμενες.

Κατηγορήθηκα, τέλος, ότι δεν υιοθέτησα ποτέ την ιδιοκτησία του προγράμματος. Αποδέχομαι την κατηγορία. Είχα άλλη αντίληψη για τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Ως Πρωθυπουργός όμως ήμουν υποχρεωμένος να κινηθώ με βάση τις αντιλήψεις μου, αλλά λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις ανάγκες του λαού και της χώρας. Το πρόγραμμα που υπέγραψα αποτέλεσε αναμφισβήτητα έναν επώδυνο συμβιβασμό, αλλά έθεσε τα θεμέλια για την οριστική έξοδο της πατρίδας μας από τα Μνημόνια, το 2018, την πρωτοφανή ελάφρυνση του χρέους και την επιστροφή της σε τροχιά ανάκτησης της δημοσιονομικής και θεσμικής της αυτονομίας. Οι θυσίες του λαού μας δεν πήγαν χαμένες, όπως με τα προηγούμενα προγράμματα διάσωσης. Και εντέλει, δίκαιο είναι όσοι ασκούν κριτική στη διαπραγμάτευση και το αποτέλεσμά της να μην είναι σαν
τους λωτοφάγους. Να μην ξεχνούν τι έκαναν εκείνοι που είχαν ρίξει την πατρίδα στον Καιάδα, όταν εμείς δίναμε τη δύσκολη μάχη για τη σωτηρία της.