GOOGLE NEWS

Οι ανατριχιαστικές μαρτυρίες όσων γλίτωσαν από τις φλόγες στο Μάτι! Περιγραφές που σοκάρουν!

Η δικογραφία για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι περιλαμβάνει συγκλονιστικές μαρτυρίες και καταθέσεις για τις τελευταίες στιγμές των θυμάτων και τις αποκαλύπτει ο «Ελεύθερος Τύπος»!

«Δεν θα αντέξω μαμά»

Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ. στη θάλασσα), η φίλη μου μου είπε «…να πείς στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ» και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα.

Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε «δεν θα αντέξω μαμά», ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου» περιέγραψε.

Η μάρτυρας τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18:15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: «δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε»»

Ο πυροσβέστης που έχασε γυναίκα και μωρό

Ο Ανδρέας Δημητρίου επιχειρούσε στη φωτιά, όταν ένας συνάδελφος του τον ειδοποιεί στις 18.20 ότι η φωτιά κατευθύνεται προς το Μάτι. Αμέσως την ειδοποίησε να πάρει το μωρό και να φύγει από το σπίτι.

«…βρήκα την σύζυγο μου να είναι εγκαυματίας καθισμένη στην παραλία και τον υιό μου τον οποίο είχαν στα χέρια τους δύο άτομα και προσπαθούσαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Πήρα την γυναίκα μου αγκαλιά και προσπάθησα να την μεταφέρω στο αυτοκίνητό μου και μαζί μας ήρθαν και τα δύο άτομα με τον υιό μου.

Μόλις έφτασα στον δρόμο είδα ένα εθελοντικό πυροσβεστικό όχημα και τους είπα να μεταφέρουν τον υιό μου στο νοσοκομείο παίδων. Την γυναίκα μου την παρέλαβε διερχόμενο ασθενοφόρο. Εγώ ακολούθησα τον υιό μου στο νοσοκομείο και με ενημέρωσαν οι γιατροί ότι είχε αποβιώσει. Η σύζυγος μου νοσηλεύτηκε στην ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός για 12 περίπου μέρες και επειτα απεβίωσε».

«Είδα την μητέρα μου να καίγεται»

«Στις 6.40-6.45 και κυριολεκτικά 3-5 το πολύ μέτρα πριν φτάσουμε στις σκάλες που μας οδηγούσαν στην ασφάλεια της παραλίας, η μητέρα μου σκόνταψε σε μια ρίζα σε ένα πολύ στενό σημείο. . (…) Προσπάθησα να τη σηκώσω και σε βοήθειά μου γύρισε και ο σύζυγός μου, ο οποίος προηγείτο 2-3 μέτρα για να μας δείχνει τη διαδρομή», καταθέτει η Αγγελική Κωνσταντάκη, που είδε την μητέρα της Μαριάνθη να καίγεται μπροστά στα μάτια της.

«Την ώρα που προσπαθούσα να σηκώσω τη μητέρα μου το σχίνο και το πεύκο λαμπάδιασαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου και η φλόγα χτύπησε τη μητέρα μου που ήταν κάτω στην αριστερή της πλευρά. Με τον σύζυγό μου προσπαθήσαμε και τη σύραμε τη μητέρα μας για 1-2 μέτρα για να την απομακρύνουμε αλλά εκείνη μάλλον είχε χάσει τις αισθήσεις της και δεν ανταποκρινόταν καθόλου. Επειδή η φωτιά είχε ήδη αρχίσει να καίει και εμένα και τον σύζυγό μου, αυτός με τράβηξε για να απομακρυνθούμε, γιατί υπήρχε πλέον θανάσιμος κίνδυνος και για εμάς(…) Εγώ από το γεγονός ότι μόλις είχα δει μπροστά στα μάτια μου να καίγεται η μητέρα μου και αγνοώντας που βρίσκονται τα παιδιά μου ήμουν σε παράκρουση και δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με το περιβάλλον».

«Στη θάλασσα έσβησε την φωτιά από το σώμα της»

«Λίγα μέτρα πριν βγουν στην Ποσειδώνος μποτιλιαρίστηκαν από τα αυτοκίνητα και η φωτιά τους είχε πλέον πλησιάσει τόσο πολύ που είχε αρχίσει πλέον να καίει τα πάντα. Εκεί η αδερφή μου φώναξε «βγείτε έξω γιατί θα καούμε ζωντανοί»», θυμάται η Ελένη Πεταλά, που έχασε και τους δύο γονείς της.

«Εκεί με το που βγήκε η αδελφή μου από το αμάξι σκόνταψε και έπεσε κάτω χάνοντας τα γυαλιά της την ώρα που έπεσε και στην προσπάθεια να τα βρει καίγονταν τα χέρια της. Σηκώθηκε γιατί άρπαξαν φωτιά τα χέρια της και εκεί πριν πέσει μαύρος καπνός που δεν μπορεί κανείς να ακούσει ούτε να δει τίποτα, είδε τη μητέρα μου που είχε αρπάξει φωτιά στο πρόσωπο και στο σώμα της αρκετά. Δεν μπόρεσε να δει που είναι ο πατέρας μου και αφού βγήκε καπνός και πύρινες γλώσσες που έζωναν στο σημείο άρπαξε φωτιά η πλάτη της. . (…) ακολουθώντας έναν κύριο σε ένα μονοπάτι προς την παραλία. Δεν υπήρχε κανένας αρμόδιος από οποιαδήποτε Υπηρεσία έκτακτης ανάγκης να κατευθύνει η να δώσει εντολές. Ύστερα η αδερφή μου ακολουθώντας τον εν λόγω κύριο έφτασε στη θάλασσα όπου εκεί έσβησε η φωτιά πάνω στο σώμα της.

«Στις 24 Ιουλίου πρωινές ώρες μετά από πολλά τηλεφωνήματα επιτέλους το σήκωσε η πυροσβεστική για να δηλώσω τρεις ανθρώπους μου ως αγνοούμενους. Εκεί μου έδωσαν άλλο νούμερο σταθερού το οποίο τηλέφωνο δεν το απαντούσε κανείς. Και μετά από περίπου 10 λεπτά με κάλεσε η πυροσβεστική Θεσσαλονίκης για να δηλώσω τους αγνοούμενους όπου αυτό έκανα για να το μεταφέρουν στην Αθήνα. Ποτέ δεν με πήρε κάνεις πίσω για να με ενημερώσει για οτιδήποτε. Μόνη μου βρήκα που νοσηλεύονταν η αδελφή μου και μετά από διαδικασία DNA διαπίστωσα τον θάνατο των γονιών μου».

Ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση

Η Μαγδαληνή Τσέκου βρισκόταν με τους γονείς της στο σπίτι τους στη Ραφήνα. «Περίπου στις 17.15 ενημερωθήκαμε από την τηλεόραση ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Στη συνέχεια και όταν είδαμε ότι η φωτιά πλησίαζε προς την περιοχή μας αποφασίσαμε να φύγουμε από το σπίτι…». «…Από τη στιγμή που έφυγα από το σπίτι μέχρι που έφτασα στη διασταύρωση τη Ραφήνας δεν είδα ούτε πυροσβεστικό όχημα ούτε και περιπολικό της Αστυνομίας. Το μόνο που είδα κάποια στιγμή ήταν ένα ελικόπτερο. Μέσω της τηλεόρασης μάθαμε από μία κυρία που δεν είναι πια στη ζωή και ήταν γειτόνισσά μας, ότι ο πατέρας μου βοήθησε τον ανάπηρο σύζυγό της να μπει σε ένα αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε μια τετραμελής οικογένεια που ήταν οικογενειακοί τους φίλοι και γείτονές μας και ο πατέρας μου πήρε αυτήν την κυρία στο δικό του αυτοκίνητο». Χάθηκαν και οι εφτά.

Καμία εντολή, καμία οργάνωση

Η Δέσποινα Ζαφειρίου και ο σύζυγός της Στράτος εγκλωβίστηκαν στην οδό Τρίτωνος ανάμεσα σε παρατημένα αμάξια. «Η φωτιά μπήκε στο αμάξι από την πλευρά του Στράτου και τον έκαψε σε διάφορα σημεία… Αμέσως τον τράβηξα και τον έσυρα από την πλευρά μου που δεν είχε φωτιά και μπήκαμε στην πυλωτή μιας πολυκατοικίας στο γκαζόν. Παρόλο που μου έλεγε να φύγω να σωθώ, συνέχισα να τον σέρνω και μπήκαμε ακόμα πιο κάτω στην πυλωτή. Εκεί καλούσα σε βοήθεια για 4 ώρες μέχρι που βρέθηκε κάποιος κύριος αγνώστων στοιχείων ο οποίος μας προσέφερε τις πρώτες βοήθειες».