ΔΙΕΘΝΗ

Έρευνα ενοχοποιεί το facebook για υποκίνηση σε βία εις βάρος των διαδηλωτών

Το Facebook προωθεί περιεχόμενο που ωθεί σε βία κατά των αντιφρονούντων του πραξικοπήματος που διαδηλώνουν στη Μιανμάρ, ενώ παράλληλα δίνει άπλετο χώρο στην παραπληροφόρηση για τη χούντα, παρά το γεγονός ότι έχει δεσμευτεί να καταστέλλει την κατάχρηση της πλατφόρμας του, αναφέρει νέα έρευνα.

Έρευνα της οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Global Witness, διαπίστωσε ότι ο αλγόριθμος προτάσεων του Facebook συνεχίζει να προσκαλεί τους χρήστες να δουν περιεχόμενο που παραβιάζει τις πολιτικές του.

Αφού έκανε like σε μια σελίδα υπέρ του στρατού της Μιανμάρ, που δεν περιείχε πρόσφατες αναρτήσεις που παραβιάζουν τις πολιτικές του Facebook, η οργάνωση δέχτηκε προτάσεις από την πλατφόρμα, να κάνει like σε πολλαπλές ακόμη σελίδες που περιείχαν κακοποιητικό περιεχόμενο.
Ανάμεσα στις αναρτήσεις που είχαν δημοσιευτεί πρόσφατα από τις σελίδες αυτές, υπήρχε και η εικόνα μιας αφίσας που παρουσίαζε το πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας, συνοδευόμενη με επικήρυξη $10 εκατ. για όποιον την παραδώσει «νεκρή ή ζωντανή».

Εικόνες του προσώπου της γυναίκας και στιγμιότυπα οθόνης που έμοιαζαν να απεικονίζουν το προφίλ της στο Facebook είχαν αναρτηθεί μαζί με τη λεζάντα:

«Το κορίτσι έκανε εμπρησμό στην Χλάινγκ Ταργιάρ. Ο λογαριασμός της έχει απενεργοποιηθεί. Όμως δεν μπορεί να τρέξει».
Η Global Witness σημειώνει ότι η έκθεση αυτή αποδεικνύει πως οι έλεγχοι που πραγματοποιεί το Facebook στον εαυτό του δεν επαρκούν και καλεί σε ανεξάρτητο έλεγχο του αλγορίθμου της πλατφόρμας.

Άλλες αναρτήσεις που εντοπίστηκαν από την Global Witness περιλάμβαναν απειλές κατά της ζωής διαδηλωτών, εξωραϊσμό της στρατιωτικής βίας και παραπληροφόρηση, για παράδειγμα μέσω ψευδών ισχυρισμών ότι ο ISIS βρίσκεται στη Μιανμάρ και ότι ο στρατός ανέλαβε την εξουσία εξαιτίας «εκλογικής νοθείας».

Ο στρατός έχει κατηγορήσει το κόμμα της Αούνγκ Σαν Σου Κι για νοθεία στις περσινές εκλογές, προκειμένου να νομιμοποιήσει το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου. Ωστόσο, ο ισχυρισμός έχει καταρριφθεί από παρατηρητές, μεταξύ των οποίων η οργάνωση επιτήρησης της δημοκρατίας, Ασιατικό Δίκτυο για Ελεύθερες Εκλογές.

Τον Φεβρουάριο το Facebook είχε ανακοινώσει ότι θα απέσυρε τους ψευδείς ισχυρισμούς για εκτεταμένη εκλογική απάτη ή παρέμβαση ξένων δυνάμεων στις εκλογές της Μιανμάρ τον Νοέμβριο από την πλατφόρμα του. Επιπλέον, είχε αναφέρει ότι είχε απαγορεύσει τη δημιουργία σελίδων από οργανισμούς που υπόκεινται στη στρατιωτική κυβέρνηση, και εισήγαγε συγκεκριμένη πολιτική για τη Μιανμάρ για να «απομακρύνει τους επαίνους, την υποστήριξη και την παρότρυνση σε βία από τις δυνάμεις ασφαλείας και τους διαδηλωτές στη Μιανμάρ».

Βάσει αυτής της πολιτικής, θα έπρεπε να απομακρύνει και το περιεχόμενο που υποστηρίζει τις συλλήψεις πολιτών από τον στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας.
Εκπρόσωπος του Facebook δήλωσε ότι το προσωπικό «παρακολουθεί στενά» την κατάσταση στη Μιανμάρ σε πραγματικό χρόνο και αναλαμβάνει δράση εναντίον κάθε ανάρτησης, σελίδας ή ομάδας που παραβιάζει τους όρους χρήσης του.

Ωστόσο, το περιεχόμενο που εντόπισε η Global Witness παρέμεινε αναρτημένο για μήνες, σύμφωνα πάντα με την έκθεση της οργάνωσης.
Ξεχωριστή ανάλυση του Guardian εντόπισε επίσης πολλαπλά παραδείγματα αναρτήσεων που δείχνουν να παραβιάζουν τους όρους του Facebook. Ανάμεσά τους, ανάρτηση που υποστηρίζει την ακραία βία εις βάρος των διαδηλωτών κατά τη σύλληψή τους, αναρτήσεις που γελοιοποιούν τους διαδηλωτές και ενθαρρύνουν τη βία εις βάρος τους – ή ακόμη και την αφαίρεση των ζωών τους – αλλά ακόμη και αναρτήσεις που θέτουν στο στόχαστρο ανήλικους μαθητές.

Στο παρελθόν το Facebook έχει παραδεχτεί ότι η πλατφόρμα του χρησιμοποιείται για κακόβουλους σκοπούς στο εσωτερικό της Μιανμάρ. Σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας χρησιμοποιεί το κοινωνικό δίκτυο, και για μεγάλη μερίδα του λειτουργεί ως δίαυλος προς κάθε άλλη σελίδα στο Internet.

Το 2018, όταν ο στρατός της Μιανμάρ προχώρησε σε μαζικές σφαγές της μουσουλμανικής μειονότητας Ροχίνγκια, το Facebook παραδέχτηκε ότι η πλατφόρμα του είχε χρησιμοποιηθεί για να «προωθήσει τον διχασμό και να προκαλέσει βία στην πραγματική ζωή».

Με πληροφορίες από Guardian / in.gr