3 top δεξιά, GOOGLE NEWS, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Καθηγητής Κ. Μελάς στο USAY: μετά τις εκλογές η ελληνική οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με σημαντικές προκλήσεις

Είναι βέβαιο ότι η  επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα κληρονομήσει μια οικονομία με σειρά προβλημάτων δύσκολης αντιμετώπισης.

Συγκεκριμένα ως τέτοια μπορούν να αναφερθούν:

Το διεθνές περιβάλλον

H πορεία που θα διαγράψει η ελληνική οικονομία το 2019 αλλά και στα επόμενα χρόνια, εξαρτάται και συναρτάται από σειρά αλληλοεπηρεαζόμενων παραγόντων τόσο του εγχώριου πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος όσο και του αντίστοιχου ευρωπαϊκού και διεθνούς. Στη διεθνή οικονομία, επικρατούν συνθήκες ήπιας επιβράδυνσης που ανά πάσα στιγμή μπορεί να χειροτερεύσουν, καθώς οι αγορές κεφαλαίων έχουν εισέλθει σε αμυντική φάση και η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή από μια πιθανή εντατικοποίηση των εμπορικών πολέμων παγκοσμίως σε συνδυασμό και ένα ασύντακτο Brexit. Παράλληλα, ενδέχεται να επιτείνει το πρόβλημα της απουσίας ενιαίας πολιτικής γραμμής σε καίρια ζητήματα της ΕΕ που σχετίζονται με τη χώρα μας (προϋπολογισμός, γεωργική πολιτική, εμβάθυνση Ευρωζώνης, μεταναστευτικό).

Ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ

Οι προβλέψεις εθνικών και διεθνών οργανισμών συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το 2019 και  το 2020  η ελληνική οικονομία θα καταγράψει θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ λίγο πάνω από το 2,0%. Τα στοιχεία του Α’ τριμήνου προκαλούν πλέον περισσότερες επιφυλάξεις για την επίτευξη αυτού του στόχου. Στο μεσοπρόθεσμο διάστημα οι εκτιμήσεις για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν επιτρέπουν αισιοδοξία για τη γρήγορη ανάκτηση των απωλειών που έχουν συντελεστεί την προηγούμενη δεκαετία. Η ανάπτυξη παραμένει εγκλωβισμένη σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, με ορατό τον κίνδυνο υποτροπής.

Οι επενδύσεις

Η μακροχρόνια διατήρηση της επενδυτικής δαπάνης στα έτη εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος σε επίπεδο χαμηλότερο από το ύψος των αποσβέσεων εξασθένισε το απόθεμα του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας – τόσο σε όρους αξίας όσο και μη ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογικών καινοτομιών που έλαβαν πρόσφατα χώρα – με αποτέλεσμα η παραγωγικότητα της εργασίας είτε να φθίνει είτε να παραμένει υποτονική. Η  ελληνική οικονομία την επόμενη διετία βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτή τη σημαντική πρόκληση. Οι ιδιωτικές επιχειρηματικές επενδύσεις είναι σήμερα χαμηλότερες από το επίπεδο πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Οι δημόσιες επενδύσεις, επίσης, έχουν συμπιεσθεί, σε ανεπίτρεπτα χαμηλό επίπεδο, με πολλές δημόσιες υποδομές σε μεγάλη ανάγκη αναβάθμισης

Το τραπεζικό σύστημα

Η υψηλή υπερχρέωση του ελληνικού ιδιωτικού τομέα  και η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος (με τη συμπερίληψη των μη αποτελεσματικών δανείων) να τροφοδοτήσει με την απαιτούμενη ρευστότητα την οικονομία αποτελούν ακόμη δύο πολύ δύσκολα προβλήματα. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Μάρτιο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (45,2%).

Γενικά, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τη βελτίωση του οικονομικού και θεσμικού περιβάλλοντος, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες. Η ανάγκη επίσπευσης της δραστικής μείωσης των κόκκινων δανείων με στοχευμένες «διοικητικές» παρεμβάσεις αποτελεί πρώτη προτεραιότητα. Οι υπεύθυνοι της σημερινής κατάστασης χρειάζεται να αποκαλυφθούν.

Η παραγωγικότητα της εργασίας

Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις και για να καλυφθεί η αποεπένδυση και η απώλεια των εισοδημάτων που προκάλεσε η παρατεταμένη ύφεση, απαιτείται η  ενίσχυση της παραγωγικότητας  της χώρας. Η αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας θα πρέπει να αναζητηθεί  μέσω της αύξησης των επενδύσεων και δει των ιδιωτικών και όχι μέσω της συνεχούς συγκράτησης του μισθολογικού κόστους.

Η αγορά εργασίας

Μια ακόμη πρόκληση για την ελληνική οικονομία για το 2019 αλλά και τα προσεχή έτη είναι η επαναφορά της αγοράς εργασίας σε ένα ρυθμισμένο σχέδιο ανάλογο με αυτό που επιβάλλει η κανονικότητα και το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Τα πρωτογενή πλεονάσματα

Παρά τα ληφθέντα μέτρα για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους, αυτό εξακολουθεί να παραμένει ο βασικός υπερκείμενος αρνητικός καθορισμός της ελληνικής οικονομίας. Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία  για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και στη συνέχεια υποχώρηση στο  2,2% του ΑΕΠ, το οποίο και θα παραμείνει κατά μέσον όρο έως το 2060. Η απαίτηση για το συγκεκριμένο ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων, συνάδει απολύτως με την βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους σύμφωνα με τη λογική των δανειστών.

Ο πρώτος κίνδυνος συνίσταται στο  να μην επιτευχθούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα δεδομένου  ότι ποτέ καμία χώρα δεν πέτυχε τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα. Μάλιστα τελευταία αυξάνονται οι φωνές ότι για το 2019 οι πιθανότητες να μην επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι αυξημένες.  Όμως υπάρχει και ο δεύτερος κίνδυνος.

Η απαίτηση για τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ή επίτευξη τόσο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων λειτουργεί ανασχετικά –χωρίς απολύτως καμία αμφιβολία- στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, ωθώντας το σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης σε σχέση με αυτούς που δυνητικά θα μπορούσε να πραγματοποιήσει με διαφορετικά ύψη πρωτογενών πλεονασμάτων

Οι προσδοκίες

Η δημιουργία και η διόγκωση των προσδοκιών, που δεν εφάπτονται με την πραγματικότητα  ώστε να μπορεί να διαμορφωθεί με υψηλό βαθμό πιθανοτήτων το άμεσο μέλλον, πολλές φορές  λειτουργεί αρνητικά και θέτει την οικονομία σε κίνδυνο. Σήμερα, πχ,  έχουν καλλιεργηθεί υψηλές προσδοκίες, κυρίως από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, ενόψει των επερχόμενων εκλογών και συγκεκριμένα με το σενάριο η νέα κυβέρνηση να προέρχεται από τη ΝΔ.

Για τις αγορές είναι η προσμονή της κάλπης και η προσδοκία ότι από αυτήν θα προκύψει μία πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις κυβέρνησης η αιτία της ευφορίας. Όμως αυτές οι καλλιεργούμενες προσδοκίες … κάποια στιγμή θα πρέπει να βρεθούν αντιμέτωπες με την αδήριτη πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας και τα βασικά προβλήματα που την διέπουν. Και δεν είναι λίγα.

Η αλήθεια πάντα φθάνει με κάποια καθυστέρηση …αλλά πάντα φθάνει.

Άρθρο του Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας Κώστα Μελά στο Usay.gr