GOOGLE NEWS, ΖΟΥΜΕ ΑΛΗΘΙΝΑ

Τα άγνωστα πρώτα βήματα του Μάρκου Βαμβακάρη στα καταγώγια του Πειραιά

Ο Πειραιάς για μένα είναι τα πάντα μου. Είναι τα παιδικά μου χρόνια, οι κοπάνες μου, οι πρώτες μου αγορές ρούχων μόνος μου, ξημερώματα στο λιμάνι, στο αυτοκίνητο,  να σκέφτομαι το όποιο πρόβλημά μου.

Αμέτρητες στιγμές. Τα τελευταία δε χρόνια μου αρέσει και διαβάζω πολλά για την ιστορία του Πειραιά.

  • του Δημήτρη Γιαγτζόγλου

Το 2010 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο διαμάντι. «Βουρλά – Τρούμπα. Μια περιήγηση στον χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840 – 1968).» του Βασίλη Πισιμίση.

Μια βασική πηγή πληροφοριών για τα Βούρλα αποτελούν οι μαρτυρίες των ρεμπετών. Κάτι πολύ φυσικό, άλλωστε, αφού τόσο το Ρεμπέτικο τραγούδι όσο η πορνεία και ο υπόκοσμος, βρίσκονταν στο περιθώριο και διώκονταν από τις Αρχές. Στα Βούρλα, λοιπόν, όπου μαζεύονταν οι πόρνες, οι χασικλήδες, οι μαχαιροβγάλτες, οι ρεμπέτες έβρισκαν τον τόπο που τους αποδεχόταν κι από τον οποίο αντλούσαν την θεματολογία των τραγουδιών τους.

Μια τέτοια περίπτωση και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Γεννήθηκε στην Άνω Σύρα το 1905. Μετά από μία σκανταλιά που έκανε σε ηλικία 12 ετών, μπαίνει στο καράβι κι έρχεται φιλοξενούμενος της θείας του στα Ταμπούρια. Ο μικρός Μάρκος άρχισε να ψάχνει για δουλειά. Σε ένα καφενείο γνώρισε κάποιους συμπατριώτες του γαιανθρακεργάτες που γνώριζαν τον πατέρα του και τον πήραν στην δουλειά. Τότε πιάνει για πρώτη φορά στα χέρια του το μπουζούκι.

«Στα 1925 ήμουνα εκδορεύς στα Σφαγεία του Πειραιώς. Τότε ήλθε στο σπίτι μας ο Νίκος Αϊβαλιώτης, φίλος του πατέρα μου, που πρωτοέφερε το μπουζούκι στον Πειραιά. Τρελάθηκα. Μου άρεσε τόσο πολύ ώστε ορκίστηκα να κόψω το χέρι μου αν δεν το μάθαινα.» (εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 1/12/1966)

Αργότερα μαθαίνει και τον ναργιλέ. «η πρώτη φορά που βρέθηκα στον τεκέ και που έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα σε μια παρέα με φίλους στα Αθάνατα του Αγίου Γεωργίου, πλάι στην Ανάσταση, ο ένας ο Αντώνης ο αραμπατζής, ο άλλος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος ο Βασίλης ο κουλός λιμενεργάτης. Αυτοί ήταν μεγάλοι σαράντα-τριανταπέντε χρόνων, χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στον λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο. Στα ίσα ναργιλέ. Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα. Ήταν αδύνατο να κουνηθώ από την θέση μου. Μου χύνανε νερό να συνέλθω, μου δίνανε λεμόνι ξυνό να φάω. Έγινε αυτό στα αθάνατα του Αη Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, στο εικόνισμα του  Αη Γιωργιού. Ήμουν 17 -18. Αφού περάσανε ώρες συνήλθα. Τι με έκανε και ξαναπήγα και δεν σταμάτησα; Το ντερβεσιλίκι μου.

Το ντερβεσιλίκι πάει να πει πως ήμουν μάγκας, φιλότιμος, δεν πείραξα κανένανε, με σεβόντουσαν, τους σεβόμουνα, με αγαπάγανε,  τους αγάπαγα, σε ότι έλεγε ο ένας επικροτάγανε όλοι. Ήμασταν μάγκες, μάγκες ιππότες. Κονομάγαμε με τον ιδρώτα μας. Δεν είχαμε σχέση με τους αλανιάρηδες που κλέβανε και κάνανε διάφορες ατιμίες.

Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του και το πρωί πάλι για δουλειά. Όταν πήγαινα αργά στο σπίτι, μεθυσμένος από το χασίσι, έμπαινα σιγά σιγά στην ζούλα, για να μη ξυπνήσω τον πατέρα μου γιατί  τον εντρεπόμουνα. Ένιωθα ότι δεν ήθελα να τον κοιτάξω στα μάτια του, που δείχνανε όλο τον πόνο του για μένα.»

«Αφού εγνώρισα αρκετούς τέτοιους φίλους, οι οποίοι ήτανε και καλοί και κακοί μαζί, αρχίνισα με τους πιο καλούς να κάνω και συχνή παρέα. Η παρέα έφερε και τις αταξίες εκείνου του καιρού. Δεκαεννιά χρονών έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από την Σμύρνη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη, είκοσι εφτά –είκοσι οκτώ χρονών, μου δινε και λεφτά και κοστούμια. Αγάπησα την άλλη την Μανιάτισσα την Ζιγκοάλα και την απαράτησα. Όμως και μετά τον γάμο μου, πηγαίναμε, εγώ αν και νιόπαντρος, σε κοινές γυναίκες που ακμάζανε τότες στα Βούρλα. Εκεί έκανα κι εγώ τον κουτσαβάκη. Ήμουνα και αγαπητικός. Ότι έβλεπα από τους άλλους έκανα κι εγώ. Σιγά-σιγά σκαλί-σκαλί, πήρα τον κατήγορο. Ήμουν ένας σωστός μάγκας κι ένας φίνος χασικλής και δεν είχα τέρι.»

Είμαι αλανιάρης στους δρόμους τριγυρνώ

     Κι από την πολλή μαστούρα μου τον νου μου δεν ορίζω

     Τσοντάρισε  αδερφούλη μου, να πιούμε τσιμπουκάκι

     Μαζί να μαστουριάσουμε να ακούσεις μπουζουκάκι

     Κάνε τονε ντερβισόμαγκα, τον ναργιλέ να τρίζει

     Και με φωτιές του θυμαριού να πιω και να σφυρίζει.

Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο «ΒΟΥΡΛΑ-ΤΡΟΥΜΠΑ. Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968).» του Βασίλη Πισιμίση

Εκδόσεις ΤΣΑΜΑΝΤΑΚΗ