Ο κορυφαίος Έλληνας μουσικοσυνθέτης, διανοούμενος και ποιητής έφυγε από τη ζωή στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα αφήνοντας πίσω του μία σημαντική πολιτιστική κληρονομιά. Η πρώτη του εμφάνιση ως συνθέτη ήταν ήδη από το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Το 1946, καταγράφεται η πρώτη του δουλειά για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι. Την ίδια περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι , στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης την διάσημη διάλεξη του για το ρεμπέτικο.
Από το 1950 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής και ιδρυτικό μέλος του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, Το κρεσέντο της δημιουργικότητας του ξεκινά το 1957 όπου ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα και μάλιστα το 1961 παίρνει Οσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά», από την ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», αποκτώντας παγκόσμια δημοσιότητα.
Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί τον «Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις» στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα . Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στην Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή». Εκεί έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία του έργου «Reflections».
Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο». Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του «Μεγάλου Ερωτικού». Το 1989 ιδρύει την Ορχήστρα των χρωμάτων.