ΚΟΙΝΩΝΙΑ, Κορωνοϊός

Θετικός στο άνοιγμα των Δημοτικών ο Τσιόδρας – Τη Δευτέρα η τελική απόφαση

Το πράσινο φως για το άνοιγμα και των Δημοτικών σχολείων έδωσε ο καθηγητής Λοιμωξιολογίας, κ. Σωτήρης Τσιόδρας, ενώ τη Δευτέρα, αφού ληφθούν υπόψιν όλα τα δεδομένα ως προς την πορεία του κορωνοϊού στη χώρα, αναμένονται οι τελικές αποφάσεις.

Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο της επιστροφής στα σχολεία και των μαθητών του δημοτικού την 1η Ιουνίου, εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν, ενώ στο προηγούμενο διάγγελμα του πρωθυπουργού στις 28 Απριλίου, όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ανακοινώσει την επιστροφή των μαθητών του Λυκείου και του Γυμνασίου στα σχολεία, είχε αναφερθεί και στο ενδεχόμενο επαναλειτουργίας των Δημοτικών.

Χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός είχε πει: «Δημοτικά και νηπιαγωγεία παραμένουν κλειστά. Ενδέχεται, επαναλαμβάνω ενδέχεται, να ανοίξουν την 1η Ιουνίου και μόνο αν είμαστε απολύτως σίγουροι ότι η πορεία της επιδημίας βαίνει καθοδικά».

Ο κ. Τσιόδρας μιλώντας για το θέμα αυτό εξήγησε πως υπάρχουν τέσσερις βασικοί λόγοι που τους οδήγησαν στο να πουν πως είναι υπέρ του ανοίγματος των σχολείων.

«Το άνοιγμα των σχολείων παραμένει ένα σύνθετο δίλημμα. Από την άλλη, η δεδομένη χρονική στιγμή μοιάζει καταλληλότερη», είπε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Τσιόδρας, αναφέρθηκε σε τέσσερα βασικά στοιχεία που οδήγησαν τους ειδικούς να υποστηρίξουν την επανέναρξη της σχολικής σεζόν. Αυτά είναι τα εξής:

«Πρώτον, υπάρχει μια κρυφή ανισότητα στη μάθηση και την εκπαίδευση για τα παιδιά που ανήκουν σε πιο φτωχές οικογένειες, η οποία ενισχύεται σε περιόδους παύσης λειτουργίας των σχολείων, ακόμα και στις καλοκαιρινές διακοπές. Αυτό έχει δειχθεί με σχολικές έρευνες πως συμβαίνει λόγω της μικρότερης πιθανότητας αυτά τα παιδιά στο σπίτι να έχουν ένα περιβάλλον που να ευνοεί την μαθησιακή-εκπαιδευτική διαδικασία και συνήθως διαβάζουν λιγότερο σε τέτοιες περιόδους.

Δεύτερον, υπάρχει σαφώς ένα κόστος σε χαμένη εκπαιδευτική διαδικασία, σε χαμένη γνώση. Αυτό δεν έχει ευρέως αξιολογηθεί και ιδιαίτερα με τον νέο κορωνοϊό. Σε μελέτες του εξωτερικού, η πλειονότητα των παιδιών είτε δεν είχε καλή πρόσβαση, είτε δεν παρακολουθούσε πλήρως τα διαδικτυακά μαθήματα. Οι περισσότεροι/ες μαθητές-μαθήτριες σε κάποιες έρευνες του εξωτερικού, έως 75% δεν ολοκλήρωναν καν την εργασία που τους είχε ανατεθεί.

Τρίτον, αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο σημαντικές επιπτώσεις του απαγορευτικού στην πνευματική και ψυχική υγεία των παιδιών, με εμφάνιση άγχους, απομόνωσης, φαινόμενα όπως ο εθισμός στο διαδίκτυο, κυρίως λόγω της απομάκρυνσης από τα σχολεία και το φιλικό τους καθημερινό περιβάλλον. Ας μην υποτιμάμε την επιρροή του σχολείου στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Αυτή την στιγμή έχουμε παιδιά στα σπίτια, που εδώ και βδομάδες δεν έχουν ουσιαστική επαφή με τους συνομήλικους τους.

Τέταρτον, υπάρχουν οικονομικοί λόγοι που αφορούν τους γονείς και την κοινωνία».