«Με τράβηξαν έξω από το αυτοκίνητό μου ενώ ήμουν σε υπογλυκαιμικό σοκ και με χτύπησαν» καταγγέλλει επιχειρηματίας, κάτοικος Μυκόνου, πατέρας τριών παιδιών και κάτοχος αμερικανικού διαβατηρίου.
Όπως υποστηρίζει, το βράδυ της 6ης Μαΐου υπήρξε θύμα αναίτιας αστυνομικής βίας και αυθαίρετης προσαγωγής, ενώ βρισκόταν σε ιατρικά επείγουσα κατάσταση.
Σύμφωνα με τη μήνυσή του προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Σύρου, καταγγέλλει ότι «ενώ οδηγούσα προς την οικία μου στην περιοχή Αργύραινα της Μυκόνου, αισθάνθηκα μια αδιαθεσία λόγω υπογλυκαιμικού σοκ».
Όπως υποστηρίζει, πρόλαβε να σταθμεύσει «σε ασφαλές σημείο στην άκρη του δρόμου», έσβησε τη μηχανή και έχασε τις αισθήσεις του εντός του οχήματος. Δεν υπήρχε, όπως λέει, κανένας κίνδυνος για διερχόμενους οδηγούς ή για τον ίδιο.
Όπως αναφέρει, «δύο αστυνομικά όργανα άνοιξαν την πόρτα του αυτοκινήτου μου και, χωρίς καμία εξήγηση, με έσυραν βίαια έξω, με χτύπησαν, μου πέρασαν χειροπέδες και με προσήγαγαν στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας Μυκόνου». Εκεί, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει, παρέμεινε επί ώρα χωρίς ιατρική φροντίδα και χωρίς οι αστυνομικοί να αντιληφθούν πως βρισκόταν σε υπογλυκαιμικό σοκ. «Άκουσα να λένε ότι τηλεφώνησε ένας φίλος μου και τους ενημέρωσε ότι είμαι διαβητικός. Τότε μου έδωσαν ζάχαρη με λίγο νερό. Οι χειροπέδες μου αφαιρέθηκαν αμέσως μετά».
Στη μήνυση αναφέρεται πως κατά τη διάρκεια της προσαγωγής και παραμονής του στο αστυνομικό τμήμα «υπέστη κακοποιητική συμπεριφορά που οδήγησε σε εμφανή σημάδια βίας». Η ιατρική έκθεση από το Κέντρο Υγείας Μυκόνου καταγράφει: «οίδημα ράχης και ρινός, εκδορές στη γωνία του στόματος και στην οσφύ, εκχυμώσεις στον θώρακα και στους βραχίονες, ερυθρότητα στα πηχεοκαρπικά άκρα». Ο ίδιος ισχυρίζεται πως «τα τραύματα αυτά προήλθαν αποκλειστικά από τους αστυνομικούς που με προσήγαγαν, καθώς δεν υπήρξε επαφή με άλλο πρόσωπο».
Καταγγέλλει δε πως παραβιάστηκαν βασικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Π.Δ. 141/1991. Όπως τονίζει, «ουδέποτε στοιχειοθετήθηκε εις βάρος μου ποινικό αδίκημα» και «δεν υπήρξε κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την προσαγωγή μου».
Την εκδοχή των αστυνομικών καταγράφει το δελτίο τύπου της Γενικής Περιφερειακής Διεύθυνσης Νοτίου Αιγαίου, το οποίο εκδόθηκε τρεις ημέρες μετά το περιστατικό. Σε αυτό αναφέρεται ότι περί τις 23:00 το βράδυ της 6ης Μαΐου, αστυνομικοί εντόπισαν «όχημα το οποίο είχε εκτραπεί της πορείας του και βρισκόταν επάνω σε νησίδα διαχωριστικού διαζώματος», με τον οδηγό εντός, σε κατάσταση αναστάτωσης. Όπως σημειώνεται, «παρουσίαζε συμπεριφορά που προκαλούσε ανησυχία για την ψυχική και σωματική του κατάσταση, καθώς αρνούνταν να συμμορφωθεί και φωνασκούσε».
Η ΕΛ.ΑΣ. τονίζει πως οι αστυνομικοί «ενήργησαν με επαγγελματισμό και ψυχραιμία» και «προέβησαν στη δέσμευση και ασφαλή απομάκρυνση του οδηγού» λόγω του «κινδύνου πρόκλησης ατυχήματος με δυνητικά τραγικές συνέπειες». Μετά την προσαγωγή του και την ενημέρωση από συγγενικό πρόσωπο – όπως αναφέρεται –, «κλήθηκε το ΕΚΑΒ και το άτομο μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας Μυκόνου». Το δελτίο τύπου καταλήγει: «Καθίσταται σαφές ότι οι αστυνομικοί ενήργησαν αποκλειστικά για την προστασία της ζωής του πολίτη, ενώ κάθε αντίθετος ισχυρισμός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα».