ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μίχαλος: Χρειάζονται πάνω από 100 δισ. επενδύσεις για να ανακάμψει η οικονομία

Την τιτάνια προσπάθεια που απαιτείται για να γίνει ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός στην ελληνική οικονομία επεσήμανε ο Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην ομιλία του κατά το ΔΣ του ΕΒΕΑ, παρουσία της βουλευτού της ΝΔ, Όλγας Κεφαλογιάννη.

 

«Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση τα οκτώ από τα τελευταία εννέα χρόνια – εξαίρεση η βραχύβια ανάκαμψη του 2014. Στο διάστημα αυτό έχει χαθεί σωρρευτικά πάνω από 26% του ΑΕΠ της χώρας. Αν συνυπολογιστεί και ο αποπληθωρισμός, η απώλεια ξεπερνά το 30% του ΑΕΠ» τόνισε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ και υπογράμμισε ότι «για να καλυφθούν αυτές οι απώλειες, χρειάζεται ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός. Η χώρα θα χρειαστεί πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις στα επόμενα χρόνια, για να επιστρέψει η οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα».   

Αναφερόμενος στις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα από το μουσείο της Ακρόπολης για δίκαιη ανάπτυξη, ο κ. Μίχαλος τόνισε ότι κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με την ανακήρυξη της ανάπτυξης από τον Πρωθυπουργό σε εθνικό στόχο. Ωστόσο, έκανε λόγο για άγνοια ορισμένων στην κυβέρνηση, τονίζοντας ότι μόνη η συμφωνία με τους δανειστές δεν είναι αρκετή για να ανακάμωει η πραγματική οικονομία, όταν μάλιστα βρίσκεται στη δίνη νέων φορολογικών επιβαρύνσεων

Κάποιοι στην κυβέρνηση φαίνεται να θεωρούν ότι η λήξη της εκκρεμότητας με την αξιολόγηση αρκεί από μόνη της για να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος της ανάπτυξης και των επενδύσεων. 

Η άποψη αυτή φανερώνει πλήρη άγνοια της σημερινής πραγματικότητας στη χώρα. 

Η επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση, για να μην καταρρεύσει η οικονομία κάτω από το βάρος της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας και της ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας. 

Δεν είναι όμως αρκετή η συμφωνία από μόνη της, για να ανακάμψει η πραγματική οικονομία. Πόσο μάλλον, όταν συνοδεύεται από σκληρά φορολογικά μέτρα, που πλήττουν άμεσα την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση. 

 

Ολόκληρη η ομιλία του προέδρου του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνου Μίχαλου:

«Με χαρά καλωσορίζω την κ. Όλγα Κεφαλογιάννη και την ευχαριστώ που τιμά με την παρουσία της την αποψινή συνεδρίαση.  

Ως συντονίστρια της Ομάδας Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου της Νέας Δημοκρατίας, έχετε αναλάβει έναν ιδιαίτερα κρίσιμο τομέα.

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση τα οκτώ από τα τελευταία εννέα χρόνια – εξαίρεση η βραχύβια ανάκαμψη του 2014.

Στο διάστημα αυτό έχει χαθεί σωρρευτικά πάνω από 26% του ΑΕΠ της χώρας. Αν συνυπολογιστεί και ο αποπληθωρισμός, η απώλεια ξεπερνά το 30% του ΑΕΠ.

Για να καλυφθούν αυτές οι απώλειες, χρειάζεται ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός. Η χώρα θα χρειαστεί πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις στα επόμενα χρόνια, για να επιστρέψει η οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα.   

Ο πρωθυπουργός ανακήρυξε την ανάπτυξη σε εθνικό στόχο. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με αυτό.

Κάποιοι στην κυβέρνηση φαίνεται να θεωρούν ότι η λήξη της εκκρεμότητας με την αξιολόγηση αρκεί από μόνη της για να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος της ανάπτυξης και των επενδύσεων.

Η άποψη αυτή φανερώνει πλήρη άγνοια της σημερινής πραγματικότητας στη χώρα.

Η επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση, για να μην καταρρεύσει η οικονομία κάτω από το βάρος της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας και της ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας.

 Η ατάκα του Μίχαλου για τον Μπακογιάννη που… θα συζητηθεί

Δεν είναι όμως αρκετή η συμφωνία από μόνη της, για να ανακάμψει η πραγματική οικονομία. Πόσω μάλλον, όταν συνοδεύεται από σκληρά φορολογικά μέτρα, που πλήττουν άμεσα την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση.

Και βεβαίως δεν είναι αρκετή η συμφωνία από μόνη της για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Για να κινητοποιηθούν παραγωγικές επενδύσεις, που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και εθνικό πλούτο.

Που θα βρεθούν τα κεφάλαια που έχει ανάγκη η χώρα, αν δεν προσελκύσουμε ιδιώτες επενδυτές;

Οι πόροι που διατίθενται από το κράτος, μέσω του αναπτυξιακού νόμου για τη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων, μόλις που ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ. Από τα 3,6 δις ευρώ που δεσμεύονται για κρατικές ενισχύσεις στη νέα περίοδο, τα 2,5 δισ. θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή παλαιών υποχρεώσεων – στην καταβολή, δηλαδή, επιδοτήσεων που χρωστάει το κράτος από τους προηγούμενους αναπτυξιακούς νόμους. Το υπόλοιπο 1,1 δισ. θα πάει σε νέες ενισχύσεις.

Με τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα, είναι λογικό να περιορίζονται οι πόροι που διαθέτει το κράτος σε άμεσες ενισχύσεις. Θα έπρεπε όμως – κι αυτό είναι ούτως ή άλλως η πιο αποτελεσματική επιλογή – να παρέχει μια σειρά από άλλα κίνητρα στις επιχειρήσεις που επενδύουν.

Οι χώρες που εφαρμόζουν αναπτυξιακούς νόμους, εστιάζουν στην παροχή γενναίων φοροαπαλλαγών, ανάλογα με τον κλάδο. Παραδείγματα υπάρχουν στο Ισραήλ, στην Πολωνία, στην Τουρκία, αλλά και σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Γαλλία και η Πορτογαλία.  

Εδώ, στο νέο αναπτυξιακό νόμο υπάρχει – για κάποιες επενδύσεις – η δυνατότητα μικρών φοροαπαλλαγών και η δέσμευση για τη διατήρηση σταθερού φορολογικού συντελεστή στα επόμενα χρόνια. Λέμε, δηλαδή, στην επιχείρηση ότι αν επενδύσει 20 εκατ. ευρώ, θα διατηρήσει το συντελεστή του 29% για την επόμενη δεκαετία… Και πέρα από το βασικό συντελεστή, θα επιβαρυνθεί και με 15% φόρο μερισμάτων, 5-10% εισφορά αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ επιχειρήσεων, υψηλούς φόρους στην ενέργεια και στην τηλεφωνία. Κι όλα αυτά, ενώ ο ΦΠΑ βρίσκεται πλέον στο 24%.

 7 στους 10 Ελληνες δεν μπορούν πλέον να πληρώσουν φόρους

Υπάρχει κάποια επιχείρηση, που θα το θεωρήσει αυτό κίνητρο; Διατηρώντας τη φορολογία που ισχύει σήμερα στην Ελλάδα, όχι κίνητρο δεν δίνει το κράτος αλλά αντίθετα δείχνει στους επενδυτές την έξοδο.

Για να ανακάμψει η αγορά και να έρθουν κεφάλαια στη χώρα, δεν αρκούν οι εξαγγελίες και τα ευχολόγια. Χρειάζονται πράξεις:

  • Ενίσχυση της ρευστότητας. Είναι σημαντικό, με τα χρήματα της πρώτης δόσης να αρχίσει κατά προτεραιότητα η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων χρεών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.

  • Βιώσιμη και καθαρή λύση για το χρέος, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα και να δοθεί το πράσινο φως στους ξένους επενδυτές.

  • Σταθερό και ταυτόχρονα ανταγωνιστικό φορολογικό περιβάλλον. Σταθερό, για να επιτρέπει στον επενδυτή να προγραμματίσει, να προϋπολογίσει και να σχεδιάσει την επένδυσή του, με μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα. Ανταγωνιστικό, γιατί δεν μπορούμε με το 29% να περιμένουμε επενδύσεις, όταν οι αντίστοιχοι συντελεστές στη Βουλγαρία και στην Κύπρο είναι στο 10% και στο 12,5% αντίστοιχα.

  • Μείωση των παραγόντων κόστους που υποβαθμίζουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Το κόστος της ενέργειας, το κόστος της γραφειοκρατίας, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας.

  • Βλέπουμε τις τελευταίες μέρες να δημιουργείται ένα νέο πεδίο μάχης εντυπώσεων, με το 13ο και το 14ο μισθό. Ενώ η χώρα δεν έχει αναλάβει καμία τέτοια υποχρέωση στο πλαίσιο του μνημονίου.  

  • Την ίδια ώρα, όμως, κανείς δεν μιλάει για το πραγματικό πρόβλημα, που είναι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας. Είναι οι δυσβάσταχτοι φόροι και οι εισφορές, που αντί να μειώνονται αυξάνονται.

  • Αυτό είναι το κόστος που κάνει τις επιχειρήσεις μη ανταγωνιστικές και στερεί εισόδημα από τους εργαζόμενους. Αυτό είναι που στερεί θέσεις εργασίας και αποτρέπει νέες επενδύσεις.

Για να έχουμε ανάπτυξη και επενδύσεις, χρειάζεται επίσης:

  • Μείωση της γραφειοκρατίας, απλούστερο και σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο. Απλούστερες και ταχύτερες διαδικασίες αδειοδότησης επενδύσεων.

  • Επέκταση και ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με το δημόσιο, για τη διευκόλυνση των επιχειρήσεων, αλλά και την ενίσχυση της διαφάνειας: ηλεκτρονική υπογραφή, σύστημα αυτοπληροφόρησης του δημοσίου κτλ.

  • Ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης. Στον τομέα αυτό η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο των διεθνών κατατάξεων, αφού απαιτούνται μέχρι και 4 χρόνια για να εξεταστεί πρωτοβάθμια μια υπόθεση και μέχρι 10 χρόνια για να τελεσιδικήσει.

  • Σύγχρονο δίκτυο δημοσίων υποδομών, που υποστηρίζουν την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως μεταξύ άλλων οι υποδομές σε ψηφιακά δίκτυα και μεταφορές.

  • Επιτάχυνση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων σε κρίσιμες αγορές, με άρση των περιορισμών και των στρεβλώσεων που υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

  • Με δεδομένο ότι το υφιστάμενο φορολογικό και διοικητικό περιβάλλον δεν ευνοεί  την προσέλκυση κεφαλαίων, είναι σημαντικό να υπάρξουν μεγάλες επενδυτικές κινήσεις με κρατική σφραγίδα.

    • Προώθηση των αποκρατικοποιήσεων, με αναπτυξιακά κριτήρια.

    • Σχέδιο αξιοποίησης ακινήτων του δημοσίου, στο πλαίσιο στρατηγικών συνεργασιών με ιδιώτες επενδυτές

    • Σχέδιο αξιοποίησης ή και ανάπτυξης σημαντικών υποδομών – όπως λιμάνια, αεροδρόμια, μαρίνες, οδικοί άξονες – σε συνεργασία με ιδιώτες.

    • Με άλλα λόγια: χρειαζόμαστε 10 project σαν το Ελληνικό, για να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη και να κινητοποιηθούν νέες επενδύσεις.  

Για να έχουμε ανάπτυξη και επενδύσεις, χρειάζεται κυβέρνηση και πολιτικό σύστημα που πιστεύουν πραγματικά στην επιχειρηματικότητα, στις ιδιωτικές επενδύσεις και στις μεταρρυθμίσεις που αυτές απαιτούν.

Δεν μπορούμε να πάμε μπροστά με κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως «πικρό ποτήρι» που μας επιβάλλεται από τους δανειστές. Και που πρέπει να αγωνιστούμε για να το αποφύγουμε.

Δεν μπορεί την ώρα που ο πρωθυπουργός προσκαλεί επενδυτές, υπουργοί της ίδιας κυβέρνησης να δηλώνουν ότι είναι αντίθετοι στις αποκρατικοποιήσεις και στο άνοιγμα των αγορών.

Δεν μπορεί κάποιοι να παγιδεύουν τις τοπικές κοινωνίες στο μαρασμό, διαιωνίζοντας μια αντίληψη που ταυτίζει την εμπλοκή ιδιωτών επενδυτών με ξεπούλημα.

Για να έχουμε ανάπτυξη πρέπει να καταλάβουμε – και να πούμε επιτέλους ξεκάθαρα και στους πολίτες – ότι αυτή δεν θα πέσει από τον ουρανό. Τα κεφάλαια, οι θέσεις εργασίας και οι ευκαιρίες που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία δεν θα έρθουν από θαύμα.

Χρειάζονται βαθιές αλλαγές, γενναίες παρεμβάσεις, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και έξυπνες κινήσεις. Χρειάζονται διακυβέρνηση με γνώμονα το συλλογικό καλό και με  ορίζοντα που ξεπερνά τις επόμενες εκλογές.

Αναγνωρίζουμε την προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, διατυπώνοντας συγκεκριμένες και ξεκάθαρες προγραμματικές θέσεις για την ανάπτυξη.

Εμείς σε αυτή την προσπάθεια είμαστε πρόθυμοι να συμβάλουμε, καταθέτοντας τη συσσωρευμένη εμπειρία και τις προτάσεις μας».