ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η σκληρή απάντηση Κοτζιά στους «σημιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ»

Νέα σκληρή απάντηση δίνει ο Νίκος Κοτζιάς σους «53» και τους «σημιτικούς του ΣΥΡΙΖΑ», με την τακτική, κάθε Δευτέρα, πολιτική ανάρτησή του στο Facebook.

Η αριστερά έχει ανάγκη διαλόγου επί της ουσίας και των γεγονότων και όχι προσωπικών χαρακτηρισμών προκειμένου κάποιοι να την υποτάξουν στον «μητσοτακισμό», αναφέρει στην παρέμβασή του υπό τον τίτλο «Η αλήθεια για τις Πρέσπες και τις ΑΟΖ μαξιμαλιστική κριτική ή μανιμαλιστική υποχώρηση;», ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και επικεφαλής της Κίνησης Πράττω.

«Πέρα από τις προσωπικές επιθέσεις, στη σειρά αυτών των κειμένων αναφέρονται και δύο επιχειρήματα. Το πρώτο είναι ότι είμαι μαξιμαλιστής. Ότι δεν κατάλαβα το νόημα και το πνεύμα της Συμφωνίας των Πρεσπών! Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους από τους λεγόμενους 53 η συμφωνία είναι δημιούργημα της δικής τους πολιτικής και μόνο. Κατά τους νεοσημιτικούς, επιπλέον, στερέωσε μόνο χάρη σε αυτούς. Η αλήθεια είναι ότι αφού ωρίμασε η Συμφωνία των Πρεσπών, οι «53», στήριξαν τη συμφωνία. Το ίδιο έκανε βουλευτής προερχόμενος από το ΚΙΝΑΛ. Σημειώνω, τέλος, ότι οι νεοσημιτικοί, εμφανίστηκαν μόλις 8 μήνες αφού είχε υπογραφεί η Συμφωνία των Πρεσπών. Αφού είχε τελειώσει το μεγάλο κύμα απειλών και ύβρεων», σημειώνει ο Νίκος Κοτζιάς, σημειώνοντας πως κανένα στέλεχος των «53» δεν τον υπεράσπισε στο Υπουργικό Συμβούλιο που δέχτηκε την επίθεση από τον Πάνο Καμμένο, με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών.

«Φωτογραφίζει», μάλιστα, τον Ευκλείδη Τσακαλώτο σημειώνοντας: «)Όταν στο Υπουργικό Συμβούλιο συζητούσαμε το σχέδιο Συμφωνίας που είχα γράψει και είχα καταθέσει σε αυτό προς ανάγνωση και παρατηρήσεις, δύο διαφώνησαν. Ο μεν ένας δεν ήρθε διότι δεν ήθελε τον όρο «Μακεδονία». Ο άλλος, ηγετικό στέλεχος των 53, δεν «επιθυμούσε» να διεκδικήσουμε σύνθετη ονομασία, όπως μία με τον όρο «Βόρεια». Αφού χαιρέτησε θετικά που θα γινόταν συμφωνία, διότι όπως σωστά διαπίστωσε θα είναι «Game Changer» (θα αλλάξει το παιχνίδι) με κατηγόρησε για μαξιμαλισμό. Υποστήριξε ότι δεν χρειάζεται να αλλάξει ονομασία η τότε ΦΥΡΟΜ (να παραμείνει, δηλαδή, «Δημοκρατία της Μακεδονίας») και κατά συνέπεια να μην ζητάω αλλαγές στο Σύνταγμά της. Η κατηγορία, λοιπόν, του μαξιμαλισμού με αφορμή τις ΑΟΖ δεν είναι καινούργια. Χρησιμοποιήθηκε και για τις Πρέσπες».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζουν και τα τρία Υστερόγραφα του Νίκου Κοτζιά, μετά τις απαντήσεις που δίνει στους επικριτές του για τις ΑΟΖ και τα οποία έχουν ως εξής:

«ΥΓ.1. Επειδή σε 4 κείμενα επαναφέρουν ως κατηγορία ότι στο ΥΠΕΞ ήμουν συνεργάτης του Γ.Παπανδρέου, να τους θυμίσω ότι εγώ εντάχθηκα στο ΥΠΕΞ ως εμπειρογνώμονας το 1992 μετά από δημόσιο διαγωνισμό. Η τότε ηγεσία του ΥΠΕΞ αρνήθηκε να εφαρμόσει τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ως προς εμένα. Τους περισσότερους άλλους τους προσέλαβε! Σε αλλεπάλληλες δίκες, και επί ΝΔ και επί ΠΑΣΟΚ, η δικαιοσύνη επέβαλε το αυτονόητο: τον σεβασμό στα αποτελέσματα και την πρόληψή μου στο ΥΠΕΞ. Ας μου υποδείξουν όλοι τους, έστω ένα πολιτικό στέλεχος πρώτης σειράς, που παραιτήθηκε για τις απόψεις του από την ηγεσία ενός κόμματος και στη συνέχεια εντάχθηκε στο δημόσιο με διαγωνισμό και με εισαγωγικό βαθμό.

ΥΓ.2. Στο ίδιο το Υπουργείο είναι γνωστές οι διαφωνίες μου σε αρκετά ζητήματα με την τότε γραμμή, και πριν απ’ όλα με το σχέδιο Ανάν και τη συμφωνία της Μαδρίτης. Εξαιτίας αυτής της διαφωνίας πολλοί προσπάθησαν να με περάσουν ακόμα και από πειθαρχικά. Άρα μη ρωτάνε όταν δεν ξέρουν. Τα μεταξύ τους κουτσομπολιά δεν αποτελούν επιχείρημα.

Άμεση ενημέρωση τώρα και στο Google News – Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
ΥΓ.3. Ακροδεξιοί και νεοσημιτικοί με κατηγορούν που επί υπουργίας μου ήταν ο Χ. Ροζάκης πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου. Είναι κακώς δογματισμός, να πιστεύει κανείς ότι με το να είναι κανείς πλουραλιστικός όπως εγώ (δεν έχει παρά να δει το Επιστημονικό Συμβούλιο του ΥΠΕΞ συνολικά, αλλά και όλες τις άλλες επιλογές/τοποθετήσεις που έκανα ως Υπουργός) ότι συμφωνεί με τις γνώμες όλων όσων συνεργάζεται. Ποτέ μου δεν είχα φόβο να συνεργαστώ με ανθρώπους με διαφορετική γνώμη. Με υποταγμένους και στο κυρίαρχο σύστημα, απλά, δεν ήθελα».