ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Πώς βγήκαν οι εκφράσεις «έφαγε μαύρο» και «καλό βόλι»

Στην Ελλάδα, ως βασικά μέσα ψηφοφορίας, έχουν χρησιμοποιηθεί το ψηφοδέλτιο και το σφαιρίδιο. Το ψηφοδέλτιο εισήχθη με την έλευση των Βαυαρών του Όθωνα το 1833 και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά, τον Ιούλιο του 1834 στις δημοτικές εκλογές του νομού Αργολιδοκορινθίας. Ήταν λευκό και ο ψηφοφόρος έγραφε επάνω του το όνομα του υποψήφιοι που ήθελε να ψηφίσει. Νωρίτερα, επικρατούσε η προφορική και φανερή ψηφοφορία στις συνελεύσεις των δημοτών.

Όταν προέκυψε θέμα απορρήτου της ψήφου και μυστικής ψηφοφορίας η χώρα πέρασε στο ψηφοδέλτιο. Αλλά τότε προέκυψε ακόμη ένα ζήτημα. Η χώρα είχε βγει από την τεσσάρων αιώνων σκλαβιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι περισσότεροι ψηφοφόροι ήταν αναλφάβητοι. Ήταν λοιπόν και πολύ εύκολο να χειραγωγούνται από τους κομματάρχες. Έτσι με το Σύνταγμα του 1864, το ψηφοδέλτιο καταργήθηκε.

Αντικαταστάθηκε από τα σφαιρίδια, και εκεί η υπόθεση είχε γέλια και κλάματα. Γέλια για τους πονηρούς και κλάματα για τους ευσυνείδητους που ήθελαν να είναι δίκαιη η ψηφοφορία και ακριβές το αποτέλεσμα. Η ψήφος λοιπόν ήταν ένας μικρός μολυβένιος βώλος, λίγο μεγαλύτερος από το βόλι της επανάστασης του 1821. Από εδώ προέρχεται και η χρήση της φράσης «καλό βόλι» από την επανάσταση στις εκλογές. Το σφαιρίδιο ήταν μια μέθοδος που είχε εφαρμοστεί με επιτυχία στο εξωτερικό, αλλά και στα Ενετοκρατούμενα Επτάνησα. Θεωρείτο τότε ότι το σφαιρίδιο ήταν το «καταλληλότερο μέσο ψηφοφορίας εις τα αναπτυγμένα έθνη, τα έχοντα ηθικήν καλυτέραν, σέβας προς τους νόμους και την δημοτικήν παιδείαν διακεχυμένην και εις το ευτελέστατον χωρίον».

Η Ελλάδα όμως ήταν ένα νεοπαγές κράτος, έχοντας μόλις βγει από την μακραίωνη σκλαβιά των Τούρκων. Δεν είχε καμία σχέση με τα Επτάνησα. Οι Έλληνες επί τέσσερις αιώνες είχαν αναπτύξει πολλούς τρόπους να ξεγελάνε το επίσημο κράτος, που ήταν κατοχικές οθωμανικές αρχές. Αφού στα χρόνια του Όθωνα, βρήκαν τρόπο για να παραβιάζεται η μυστικότητα της ψηφοφορίας και το ανόθευτο του αποτελέσματος, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μην βρεθεί τρόπος καλπονοθείας και με τα σφαιρίδια. Στις 14-17 Μαΐου 1865 έγιναν οι πρώτες εθνικές εκλογές με σφαιρίδιο και με νικητή τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο. Η ψηφοφορία με σφαιρίδιο γινόταν ως εξής: Σε κάθε εκλογικό τμήμα υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι και οι υποψήφιοι. Η κάλπη κάθε υποψηφίου, ήταν τσίγκινη και ήταν χωρισμένη εσωτερικά σε δύο μέρη, τα οποία εξωτερικά ξεχώριζαν από το διαφορετικό χρώμα τους. Το δεξιό μέρος ήταν λευκό και έγραφε ΝΑΙ και το αριστερό μαύρο και έγραφε ΟΧΙ. Επάνω στην κάλπη υπήρχε κολλημένος ένας σωλήνας υπό γωνία, ο οποίος κατέληγε σε στρογγυλή οπή.

Ο ψηφοφόρος έπαιρνε από τον σφαιροδότη ένα μολυβένιο σφαιρίδιο, σήκωνε ψηλά το χέρι του για να δουν τα μέλη της εφορευτικής επιτροπής ότι κρατά μόνο ένα σφαιρίδιο και στη συνέχεια πλησίαζε την κάλπη, έβαζε το χέρι του μέσα στον σωλήνα και έριχνε σε ένα από τα δύο τμήματα που ήταν χωρισμένη η κάλπη. Αν το έριχνε στο δεξιό χώρισμα ψήφιζε «ΝΑΙ» στον υποψήφιο. Αν το έριχνε στο αριστερό τμήμα, τότε ψήφιζε «ΟΧΙ». Το αριστερό τμήμα της κάλπης ήταν βαμμένο μαύρο. Από αυτό ακριβώς βγήκε και η περίφημη φράση «τον μαύρισαν», «θα σας μαυρίσουμε», ή «έφαγε μαύρο». Είναι φράσεις που από τότε παραμένουν σταθερές αξίες, όπως παραμένει σταθερή και η φράση για την αντίστροφή πράξη, την θετική ψήφο: «Τον έβγαλα ασπροπρόσωπο».
Όπως είναι ευνόητο όταν το σφαιρίδιο έπεφτε στην κάλπη, έκανε χαρακτηριστικό θόρυβο. Οι πιο πονηροί έκρυβαν μερικά σφαιρίδια στα μανίκια τους ή στα χέρια τους και μόλις έχωναν το χέρι τους στον σωλήνα τα άφηναν να πέσουν. Ακουγόταν ένα «μπρρρρρ» και τότε άρχιζαν τα γέλια και τα κλάματα. Ο θόρυβος, ακόμα και αν ήταν ο κανονικός ενός σφαιριδίου που πέφτει στον τσίγκινο πάτο, πρόδιδε σε ποια μεριά της κάλπης είχε πέσει η ψήφος. Το μαύρο ή το άσπρο. Για να μην προδίδεται η ψήφος σκέφτηκαν και κάλυπταν το εσωτερικό της κάλπης με μάλλινο ύφασμα, για να απορροφά τον ήχο. Αυτό έκανε όμως πιο εύκολο και το να μην ακούγεται και χαρακτηριστικό «μπρρρρρ» των πολλών σφαιριδίων.

Ο ψηφοφόρος, μπαίνοντας, έπρεπε να πάρει τόσα σφαιρίδια όσα και οι κάλπες. Όταν έφτανε μπροστά στην καθεμιά από αυτές, ο αντιπρόσωπος φώναζε δυνατά το όνομα του υποψηφίου στον οποίο αυτή ανήκε. Η διαδικασία επαναλαμβανόταν με όλες τις κάλπες. Απαγορευόταν από τον νόμο να προσπεραστεί μια κάλπη χωρίς να ριχτεί σ’ αυτήν μπαλάκι κι ο παραβάτης πλήρωνε πρόστιμο επιτόπου! Στη διαλογή, άρχιζαν τα κλάματα. Μετρούσαν πρώτα αν τα μπαλάκια στην άσπρη και στη μαύρη πλευρά κάθε κάλπης είχαν άθροισμα ίσο με τον αριθμό των ψηφισάντων. Επειδή όμως πάντα βρίσκονταν οι εφευρετικοί, αν κατά τη διαλογή το άθροισμα αρνητικών και θετικών ψήφων μιας κάλπης ξεπερνούσε τον αριθμό των ψηφοφόρων, αφαιρούσαν τα παραπανίσια σφαιρίδια από τα «ΝΑΙ».

Αλλά υπήρχαν και δυσκολότερες καταστάσεις. Μπορεί κάποιος απρόσεχτος να έριχνε την κάλπη, ή να την αναποδογύριζε. Τα σφαιρίδια μπερδεύονταν ή και βγαίνανε από την κάλπη. Άντε μετά να βρει η εφορευτική επιτροπή πώς θα έβγαζε το σωστό αποτέλεσμα. Αν κάποιος αναποδογύριζε την κάλπη, μπερδεύονταν τα σφαιρίδια του «ναι» και του «όχι» και έτσι πρακτικά , όλες οι ψήφοι ακυρώνονταν.

Άλλοι πάλι, έριχναν σφαιρίδια με το όνομα τους ή και επιχρυσωμένα και έτσι έβαζαν σε μπελάδες τις εφορευτικές επιτροπές, που διαφιλονικούσαν, αν τα σφαιρίδια αυτού του τύπου ήταν έγκυρα ή άκυρα. Πάντως το σφαιρίδιο, σε συνδυασμό με το καθολικό δικαίωμα του εκλέγειν αναδείκνυε την Ελλάδα πρωτοπόρο στην άμεση εκλογή σε ευρωπαϊκή κλίμακα, εκείνη την εποχή.

Η επιστροφή στα ψηφοδέλτια

Ύστερα από μισό αιώνα, τα πράγματα άλλαξαν. Ο αναλφαβητισμός είχε υποχωρήσει στο 50%, ο τρόπος ψηφοφορίας δια σφαιριδίου θεωρείτο απαρχαιωμένος, οι μέθοδοι καλπονοθείας είχαν προσαρμοστεί στους νέους αυστηρούς κανόνες, και ήταν πλέον γενικό το αίτημα για την επαναφορά του ψηφοδελτίου, έντυπου αυτή τη φορά. Μιλώντας στη Βουλή το 1910, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου τόνισε: «Καθιστά (το ψηφοδέλτιο) περισσότερον ανεπηρέαστον την εκλογήν, παρά η δια σφαιριδίου ψηφοφορία, η οποία δια τα μύρια μετερχομένων τεχνάσματα αντιπροσώπων των υποψηφίων, τους οποίους καθιστά αναγκαίους, και δια της δυσκόλου επιβλέψεως όλων των καλπών υπό των δικαστικών αντιπροσώπων, διευκολύνει την νόθευσιν του φρονήματος των εκλογέων…».

Στο Σύνταγμα του 1911, που φέρει τη σφραγίδα του Ελευθερίου Βενιζέλου, δεν συμπεριλήφθηκε η διάταξη του Συντάγματος του 1864 για το σφαιρίδιο και αφέθηκε στον κοινό νομοθέτη η πρωτοβουλία να ορίσει δια νόμου το μέσο ψηφοφορίας. Το (έντυπο) ψηφοδέλτιο επανήλθε στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1914 και από τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 και μετά είναι το μέσο ψηφοφορίας (μαζί με τον σταυρό προτίμησης) που ισχύει μέχρι σήμερα.