«Είναι υπερβολικό να λέμε ότι έπρεπε να ειπωθούν τα ονόματα στην Αστυνομία; Συνιστά αυτό επίθεση;» αναρωτήθηκε ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης σχολιάζοντας ανακοινώσεις κομμάτων της αντιπολίτευσης για τη στάση της κυβέρνησης απέναντι σε όσα είπε η Μαρία Καρυστιανού σε τηλεοπτικό σταθμό, ότι δέχθηκε απειλές κατά της ζωής της.
Μαρινάκης: «Για εμάς είναι εμβληματικής σημασίας να αλλάξει το άρθρο 16 του Συντάγματος» – Τι είπε για Μέση Ανατολή και τυχόν ανατιμήσεις
Ρώτησε μάλιστα εάν «είναι υπερβολικό να λέμε ότι έπρεπε να ειπωθούν τα ονόματα στην Αστυνομία, όταν σύμφωνα με την Αστυνομία δεν ειπώθηκαν τα ονόματα; Συνιστά αυτό επίθεση; Κανείς δεν αμφισβήτησε τα λεγόμενα. Προφανώς αμφισβητούμε την οποιαδήποτε σύνδεση με τον πρωθυπουργό. Δεν στέκει σε καμία λογική» υπογράμμισε ο κ. Μαρινάκης στο πλαίσιο επεξεργασίας του νομοσχεδίου για την ενίσχυση της δημοσιότητας και της διαφάνειας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
Είχε προηγηθεί τοποθέτηση της εισηγήτριας του ΣΥΡΙΖΑ, Πόπης Τσαπανίδου σύμφωνα με την οποία ο κ. Μαρινάκης είχε δείξει ενόχληση για ότι η δημοσιογράφος (που πήρε συνέντευξη από την κα Καρυστιανού) έκανε τη δουλειά της, και ότι άφησε υπόνοιες για την συγκυρία της μετάδοσης: Θέλετε να πείτε στον δημοσιογράφο «πότε να παίρνει συνέντευξη, από ποιον να παίρνει συνέντευξη, τι να τον ρωτάει; Αυτό θέλετε; γιατί αυτό δείχνετε να θέλετε. Και αυτό λέγεται, ξέρετε, λογοκρισία [. . .] Και δυστυχώς φαίνεται αυτό να σας αρέσει, είπε η κα Τσαπανίδου.
Απαντώντας, ο κ. Μαρινάκης είπε ότι το πρώτο που θα απαιτούσαμε, εάν κάποιος μας έλεγε ότι σκοπεύει να σκοτώσει τα παιδιά μας, «για την προστασία του εαυτού μας, των παιδιών μας, γιατί κανείς δεν αμφισβήτησε την καταγγελία, είπα ότι έχω κάθε λόγο να πιστεύω ότι είναι αληθής η καταγγελία, και αληθή αυτά που λέει. Πολλώ, δε, μάλλον, μία πονεμένη μάνα, που έσπευσα να το πω πολλές φορές αυτό, για να μην έχουμε τις κοπτοραπτικές τακτικές σας, το πρώτο πράγμα που λες, είναι “ποιος το έκανε αυτό, ποιον συνάντησες”. Πρώτον, για να μπορεί και η Δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της, κάτι το οποίο έχει ήδη ξεκινήσει να συμβαίνει. [. . .] Και δεύτερον, για να μπορεί ένας άνθρωπος, είτε είναι ο πρωθυπουργός της χώρας είτε οποιοσδήποτε άλλος πολίτης, που ακούγεται, έστω και με αυτό τον τρόπο, κάτι τόσο βαρύ, να μπορεί να αμυνθεί. Νομίζω ότι κάθε δημοκρατικός πολίτης, αυτά τα αυτονόητα, τα αποδέχεται. Εκτός εάν πιστεύετε ότι η Αστυνομία μπορεί να διερευνήσει κάτι, από μια καταγγελία, που δεν συνοδεύεται ούτε από τα ονόματα των ανθρώπων που, ούτως ή άλλως, ήξερε ο καταγγέλλων, αλλά και του τρίτου που ήρθε και είπε ό,τι είπε. Κανείς δεν αμφισβήτησε τα λεγόμενα. Προφανώς αμφισβητούμε την οποιαδήποτε σύνδεση με τον πρωθυπουργό. Δεν στέκει σε καμία λογική» είπε ο κ. Μαρινάκης.
«Όμως, ας δεχτούμε ότι ήρθε κάποιος και είπε ότι είπε. Δεν αμφισβητούμε τα λεγόμενα. Είναι υπερβολικό να λέμε ότι έπρεπε να ειπωθούν τα ονόματα στην αστυνομία, που σύμφωνα με την αστυνομία δεν ειπώθηκαν τα ονόματα; Συνιστά αυτό επίθεση;» είπε ο κ. Μαρινάκης προς την κα Τσαπανίδου.
Αναφορικά με τα λεγόμενα της βουλευτού για “επίθεση σε δημοσιογράφο”, την κάλεσε να δει ξανά τη συνέντευξη: «Το πολύ λογικό που γεννάται από μια τέτοια τόσο σοβαρή καταγγελία, η οποία αναμεταδίδεται στον αέρα ενός μεγάλου καναλιού, όταν κάποιος έρχεται και λέει, ότι “δέχτηκα απειλή, ότι η οικογένεια του πρωθυπουργού θα σκοτώσει, είτε εμένα, είτε το παιδί μου”, το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό είναι, “ποιος το είπε αυτό; Τον έδωσες τον άνθρωπο αυτό στην αστυνομία;”. «Δεν υπάρχει θέμα επίθεσης σε δημοσιογράφο» είπε ο κ. Μαρινάκης.
Σε παρέμβασή της, για το θέμα της ονομασίας των δραστών, η κα Τσαπανίδου «αυτό είναι δουλειά της αστυνομίας. [. . .] Δεν είναι δουλειά δική σας να υπονοήσετε, λέγοντας “τιμώ τους ανθρώπους που έχασαν τα παιδιά τους αλλά”, διότι με το που θα βάλετε το “αλλά”, έχετε ακυρώσει όλα τα υπόλοιπα. Εσείς σαν κυβέρνηση οφείλετε να ζητήσετε να φτάσει αυτή η διαδικασία μέχρι το τέλος, να βρεθούν αυτοί οι άνθρωποι, να πάρουν την καταδίκη που τους αξίζει και να κλείσει η ιστορία με την δικαίωση των ανθρώπων αυτών».
Νωρίτερα, σε τηλεοπτική του συνέντευξη και σε ερώτηση σχετικά με τις καταγγελίες της κυρίας Καρυστιανού ότι δέχθηκε απειλές, ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος απάντησε: «Εγώ ξεκινώ λέγοντας ότι σέβομαι απόλυτα και δεν πρόκειται ποτέ να μπω σε αντιπαράθεση με έναν άνθρωπο που έχει χάσει το παιδί του… Και μπαίνω στην ουσία: Θεωρώ καλοπροαίρετα ότι είναι τυχαία η χρονική συγκυρία της συνέντευξης, δεδομένου ότι έχουμε την Τετάρτη, δηλαδή αύριο τη συζήτηση στη Βουλή. Καλοπροαίρετα την θεωρώ τυχαία τη συγκυρία… Θα θέσω δύο ερωτήματα. Θα σας πω εγώ με βάση τα ερωτήματα που θα θέσω. Έστω, λοιπόν, ότι έρχεται κάποιος σε εσάς, και σας μεταφέρει απειλές για τη ζωή του παιδιού σας και πάτε στην Αστυνομία να το καταθέσετε. Δεν θα αναφέρετε τα ονόματα αυτών που συναντήσατε για να σας μεταφέρουν αυτές τις απειλές; Δεν θα τα πείτε τα ονόματα; Νομίζω ότι είναι αυτονόητο… Το δεύτερο το οποίο θέλω να πω εγώ, έρχομαι εγώ εδώ σε εσάς -μιλάω με παραδείγματα απλά για να καταλαβαίνει ο κόσμος τι συμβαίνει- και σας μεταφέρω κάτι τόσο σοβαρό, είτε για το δικό μου παιδί, είτε για κάποιων άλλων, δεν θα επιμείνετε να με ρωτήσετε αν τους ανθρώπους αυτούς τους κατονόμασα στην Αστυνομία;». Επανέλαβε επίσης ότι δεν κατηγορεί κανέναν και δεν μπαίνει σε αντιπαράθεση με κανέναν «όμως κοιτάξτε να δείτε, πάνω σε κάτι απολύτως τραγικό, πάνω σε ένα πάνδημο αίτημα για δικαιοσύνη, πάνω στον απόλυτο ανθρώπινο πόνο, δημιουργούνται κάποιες συνθήκες, οι οποίες γεννούν πολλά ερωτηματικά». Υπογράμμισε δε: «Τον σεβόμαστε απόλυτα τον πόνο. Κάθε μπαμπάς και κάθε μαμά που έχασε το παιδί του στα Τέμπη, για μας είναι ιερό πρόσωπο, αλλά δεν μπορούμε να τα προσπερνάμε όλα τόσο γρήγορα».
Και προσέθεσε: «Μέσα σε αυτό το διάστημα που έπρεπε να βγω κι εγώ και κάποια άλλα κυβερνητικά στελέχη λίγο παραπάνω μπροστά, για να αντιμετωπίσουμε τη βαριά κατηγορία της συγκάλυψης, όχι να έρθουμε σε αντιπαράθεση με τους συγγενείς, τους σεβόμαστε απόλυτα τους συγγενείς – το λέω ξανά και ξανά – υπήρχαν και πάρα πολλές απειλές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ύβρεις, κατηγορίες για ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Στις δύο περιπτώσεις, που αυτές ήταν προσωπικές κατά συγκεκριμένων προσώπων, εγώ στράφηκα στην Αστυνομία».
Καταλήγοντας τόνισε: «Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κανένας λόγος, αυτή τη στιγμή, να φοβάται κανείς. Το λέω πραγματικά, γιατί έχω εμπιστοσύνη στην Ελληνική Αστυνομία και οφείλω όταν εκπροσωπώ μια κυβέρνηση να το πω αυτό… και ξέρω ότι όσες φορές έχει χρειαστεί, η Αστυνομία έχει προσφερθεί σε πρόσωπα τα οποία νιώθουν ότι απειλούνται».