ΥΓΕΙΑ

Πρέπει να σταματήσουμε να τρώμε κόκκινο κρέας;

Σε δημοσίευμα με τίτλο «Πρέπει να σταματήσουμε να τρώμε κρέας;» η  Le Monde παραθέτει ανακοίνωση του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας για τον Καρκίνο (CIRC), φορέα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, σε σχέση με την κατανάλωση κρέατος. 

 

Η ανακοίνωση του CIRC έγινε τη Δευτέρα 26 Οκτωβρίου και βασίζεται στην ανάλυση 800 μελετών, γεγονός που δημιούργησε διεθνώς μια ανησυχία ως προς τη νκατανάλωση κρέατος.

Το κόκκινο κρέας – που προέρχεται από τους μύες οποιουδήποτε θηλαστικού –, έχει χαρακτηριστεί ως «πιθανώς καρκινογόνο για τον άνθρωπο», και το επεξεργασμένο κρέας – συμπεριλαμβανομένων των αλλαντικών, αλλά και των μαγειρευμένων πιάτων – ως «αποδεδειγμένα καρκινογόνο». 

Εν κατακλείδι, η μελέτη καταδεικνύει τους κινδύνους εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, ο οποίος πλήττει 42.000 άτομα τον χρόνο και σκοτώνει 17.000, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο καρκίνου της Γαλλίας.

Σε ποιον βαθμό πρέπει λοιπόν να ανησυχήσουμε ως προς την κατανάλωση κρέατος;

Πρέπει άραγε να σπεύσουμε σε δραστικές αλλαγές, όπως το να γίνουμε χορτοφάγοι (αποχή από το κρέας και το ψάρι), φυτοφάγοι (αποκλείοντας όλα τα ζωικής προέλευσης προϊόντα), ή και ακραιφνείς φυτοφάγοι (αρνούμενοι οιαδήποτε ζωική εκμετάλλευση);

Ή μήπως, να ακολουθήσουμε παραινέσεις, όπως εκείνη του Γάλλου υπουργού Γεωργίας, Stéphane Le Foll, που είπε ότι μπορούμε και πρέπει να  καταναλώνουμε κρέας, αλλά κατά τρόπο λελογισμένο;

Όλα εξαρτώνται από την ποσότητα…

Η ανάλυση του CIRC καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αν καταναλώνουμε 50 γραμμάρια παρασκευασμένου κρέατος ημερησίως, αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου κατά 18 %.

Το 2011, μια μελέτη του Παγκοσμίου Ταμείου Έρευνας για τον καρκίνο World Cancer Research Fund (WCRF) είχε εξάλλου εξωθήσει το Αμερικανικό Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο να θεσπίσει ένα όριο των 70 γραμμαρίων κόκκινου κρέατος ημερησίως, ως προστασία έναντι του εν λόγω καρκίνου.

Στην Γαλλία πάλι, η μέση κατανάλωση αυτού  του τύπου κρέατος (εξαιρουμένων των πουλερικών και αλλαντικών) περιορίζεται σε 55 γραμμάρια ημερησίως (περίπου 380 γραμμαρίων την ημέρα, δηλαδή τριών ή τεσσάρων μερίδων).

Η μέση κατανάλωση των Γάλλων, η οποία εξάλλου έχει μειωθεί κατά 15% μεταξύ 2003 και 2010 δεν προξενεί ανησυχία.

Ωστόσο, εκείνοι που καταναλώνουν πολύ περισσότερο κρέας είναι και περισσότερο εκτεθειμένοι στον κίνδυνο.

Η Διατροφική Υπηρεσία του Ινστιτούτου Παστέρ της Λίλ συνιστά δύο φορές την εβδομάδα, κατανάλωση κόκκινου κρέατος, άπαξ ημερησίως τροφές ζωικής προέλευσης – συμπεριλαμβανομένων αυγών, γαλακτοκομικών, ψαριού…

Προκρίνει επίσης, και μια ημέρα την εβδομάδα χορτοφαγία.

… Αλλά και από τον τρόπο παρασκευής

Αν και η μελέτη του CIRC επικεντρώνεται στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, οι πραγματικοί κίνδυνοι οφείλονται σε πολλούς παράγοντες. 

«Υπάρχουν προστατευτικοί παράγοντες, όπως η λήψη πολλών φρούτων, λαχανικών και γαλακτοκομικών.

Υπάρχουν όμως κι επιβαρυντικοί παράγοντες όπως η παχυσαρκία, η μειωμένη κινητικότητα, και γενετικοί παράγοντες, διευκρινίζει ο Διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ. Αλλά και ο τρόπος παρασκευής: Είναι λιγότερο επικίνδυνο το να σιγοβράζουμε το κρέας σε νερό, παρά να το ψήνουμε στην σχάρα.

Και αυτό, διότι το ψήσιμο σε υψηλή θερμοκρασία ή σε απευθείας επαφή με την φλόγα ή με μια ζεστή επιφάνεια, παράγει πράγματι καρκινογόνες χημικές ουσίες.

Μάλιστα, στην περίπτωση των αλλαντικών, οι νιτρώδεις και νιτρικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται κατά την παρασκευή τους θεωρούνται ως καρκινογόνες.

Βέβαια, ορισμένες κατηγορίες βιολογικών αλλαντικών ― όχι όλες ― δεν περιέχουν κανένα τέτοιο πρόσθετο.

Μπορούμε να ζήσουμε δίχως κρέας

Ο κ. Lecerf του Ινστιτούτου Παστέρ υποστηρίζει ότι: «Το να τρώμε κρέας είναι εντελώς συμβατό με την καλή υγεία, το να μην τρώμε κρέας, επίσης».

Κατά τον διατροφολόγο, οι μελέτες αναφορικά με την χορτοφαγική διατροφή παραμένουν αντιφατικές ως προς την επίδρασή τους στον καρκίνο.

Αποδεικνύουν ωστόσο, ορισμένα πιθανά οφέλη εναντίον του διαβήτη και των καρδιαγγειακών παθήσεων.

Δημοσίευση στο περιοδικό της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη, δείχνει λ.χ. ότι οι ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη τύπου 2 γνωρίζουν μια πιο σαφή βελτίωση της παθολογίας τους, έπειτα από 22 εβδομάδες φυτοφαγικής διατροφής, φτωχής σε λιπαρά, παρά έπειτα από πρωτεϊνούχο διατροφή, όπως επιτάσσει η αμερικάνικη Ένωση για τον Διαβήτη.

Δυνητικά επωφελής, η διατροφή χωρίς κρέας δεν προκαλεί ιδιαίτερες ελλείψεις σε πρωτεΐνες, καθότι αυτές υπάρχουν εξίσου και στο φυτικό βασίλειο.

«Οι πρωτεΐνες είναι ψευδοπρόβλημα, διαβεβαιώνει η Elodie Vieille-Blanchard, πρόεδρος της Χορτοφαγικής Ένωσης Γαλλίας. 

Τα εννέα, απαραίτητα για τον οργανισμό μας, αμινοξέα βρίσκονται επίσης στα δημητριακά, τα όσπρια και τα ελαιούχα».

Έτσι, σε ένα φυλλάδιο που έχει κυκλοφορήσει από την εν λόγω Ένωση, ανακαλύπτουμε ότι τα δεκατρία πιο πρωτεϊνούχα τρόφιμα δεν είναι  προϊόντα κρέατος ή προερχόμενα από την εκμετάλλευση των ζώων.

Η μαγιά μπύρας και η σόγια βρίσκονται στην κορυφή της εν λόγω λίστας, ενώ το δέκατο τέταρτο προϊόν είναι το γαλλικό τυρί καμαμπέρ.

Όσο για την βιταμίνη B12, ελλείπει μόνο σε περίπτωση ακραιφνώς φυτοφαγικής δίαιτας ― που αποκλείει οποιοδήποτε ζωικό προϊόν από τα αυγά ως το τυρί.

Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση αρκεί η πρόσληψή της  μέσω διατροφικών συμπληρωμάτων.

Δίχως να φτάνουμε στην αυστηρή δίαιτα, που δεν αφορά παρά ένα 2 έως 3 % του πληθυσμού, καταλήγει η κα Vieille-Blanchard, όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν μία μέση οδό, καθώς εκτιμούμε ότι περί το ένα τρίτο ή ένα τέταρτο του πληθυσμού που δηλώνει ότι τηρεί ευέλικτη διατροφή, απλώς καταναλώνει κρέας ευκαιριακά.

πηγή : tvxs.gr