ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η συγκλονιστική περιγραφή του Μανώλη Γλέζου για τη βραδιά που κατέβασε τη σημαία με τον Λάκη Σάντα

Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν . Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Το βράδυ πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση λίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού.
Ο ίδιος ο Μανώλης Γλέζος μιλώντας στο Vice και τον Δημήτρη Θεοδωρόπουλο το 2017 περιγράφει: «Η πιο έντονη ανάμνηση της ζωής μου, είναι η μάνα μου. Με ρωτάνε διαρκώς για τη σημαία. Εγώ όμως, ακόμα κι από την ιστορία της σημαίας, θυμάμαι τη μάνα μου. Όταν γυρίζαμε εκείνη την ημέρα στα σπίτια μας, η ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα. Πάω στο σπίτι και βλέπω τη μάνα μου ένα κουβάρι στα σκαλοπάτια απ’ έξω. Με περίμενε. Την πλησιάζω και της λέω, «Μάνα!». Σηκώνεται απότομα, με πιάνει από τον λαιμό, με πάει στην κουζίνα για να μην ακούσουν οι άλλοι και ξυπνήσουν και μου λέει, «Πού ήσουν;». Τότε εγώ ανοίγω το σακάκι και της δείχνω το κομμάτι της σβάστικας που είχαμε κόψει. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει, «Πήγαινε κοιμήσου». Την άλλη μέρα το πρωί, ακούω τον εξής διάλογο: Ο πατριός μου τη ρωτάει, «Πού ήταν χθες το βράδυ ο μεγάλος σου γιος;». Του απαντάει, «Ανέβα στην ταράτσα και κοίταξε στην Ακρόπολη». Ποτέ μου δεν τη ρώτησα πώς το κατάλαβε. Θα το θεωρούσα προσβολή στη νοημοσύνη της. Αλλά για μένα αυτό ήταν το πιο συγκινητικό συμβάν στην ιστορία μου. Η μάνα μου».

«Πώς κατεβάσαμε τη σημαία; Έγινε ένα σκαρφάλωμα, αλλά δεν μπορέσαμε να την κατεβάσουμε αρχικά. Κρεμαστήκαμε μαζί με τον Λάκη, αλλά υπήρχαν τρία συρματόσχοινα που έπρεπε να κόψουμε. Τα λύσαμε. Και τότε την ταρακουνήσαμε και μετά από λίγο, έπεσε πάνω μας. Μας κουκούλωσε. Η ώρα κόντευε μία το πρωί. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας μας και το υπόλοιπο το ρίξαμε στο σπήλαιο της Αγραύλου όπως ήταν ως τότε γνωστό. Σήμερα οι αρχαιολόγοι το χαρακτηρίζουν ως Μυκηναϊκή Κρήνη».