ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πρόστιμο – μαμούθ 31,4 εκατ. ευρώ σε Amstel και Heineken

Πρόστιμο – μαμούθ ύψους 31,4 εκατομμυρίων ευρώ επέβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού στην εταιρεία «Αθηναϊκή Ζυθοποιία», για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά. 

Πρόκειται για το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει επιβληθεί σε μία μόνο εταιρεία από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το σημαντικότερο δε, είναι ότι αφορά σε παραβάσεις που ξεπερνούν σε διάρκεια την δεκαπενταετία, με την έρευνα να διαρκεί πολλά χρόνια. Μάλιστα, κατά καιρούς έχουν υπάρξει αρκετές καταγγελίες για παρεμβάσεις στο έργο της Επιτροπής Ανταγωνισμού ως προς την έρευνά της στη συγκεκριμένη εταιρεία.

Υπενθυμίζεται ότι περίπου έναν μήνα, σχετική παρέμβαση είχε κάνει ο υπουργός Επικρατείας Τέρενς Κουίκ, καταγγέλλοντας πως το σχετικό πόρισμα χρονολογείτο από το 2014. Ο υφυπουργός τότε, είχε διαμηνύσει ότι θα επιμείνει στην διερεύνηση της εν λόγω υπόθεσης, και θα απευθυνθεί μάλιστα στον εισαγγελέα διαφθοράς.   

Τελικά, η έρευνα προχώρησε κανονικά και η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκανε τις απαραίτητες ενέργειες. Όπως ανακοινώθηκε η έρευνα ξεκίνησε έπειτα από καταγγελία άλλης εταιρείας, ενώ η ΑΕ προχώρησε και σε αυτεπάγγελτη έρευνα γενικότερα, στην αγορά ζύθου.

Η Ολομέλεια της Επιτροπής Ανταγωνισμού, με απόφασή της, λοιπόν, έκρινε ότι η εταιρεία Αθηναϊκή Ζυθοποιία ΑΕ, η οποία δραστηριοποιείται, κυρίως, στην παραγωγή και εμπορία προϊόντων ζύθου, καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της, κατά παράβαση των άρθρων 2 του ν. 703/77, όπως ίσχυε (νυν 2 του ν. 3959/2011) και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επέβαλε, ομοφώνως, πρόστιμο συνολικού ύψους 31.451.211 ευρώ.

Το σκεπτικό της απόφασης

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, από την ενδελεχή έρευνα της Επιτροπής προέκυψαν στοιχεία τα οποία κατέδειξαν ότι η Αθηναϊκή Ζυθοποιία ΑΕ είχε υιοθετήσει και υλοποιούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μια ενιαία και στοχευμένη πολιτική για τον αποκλεισμό και τον περιορισμό των δυνατοτήτων ανάπτυξης των ανταγωνιστών της, κυρίως, με την επιβολή αποκλειστικότητας σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής πώλησης, αλλά και μέσω άλλων πρακτικών, οι οποίες είχαν ως σωρευτικό αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού σε επιμέρους αγορές διανομής και διάθεσης προϊόντων ζύθου.

Ειδικότερα, η πολιτική της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας ΑΕ περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, πρακτικές που κατέτειναν σε αποκλειστική προμήθεια στην αγορά επιτόπιας κατανάλωσης (μεγάλοι πελάτες/αλυσίδες εστίασης και λοιπά τελικά σημεία), με τη χορήγηση σ' αυτούς σημαντικών χρηματικών ποσών και άλλου είδους παροχών, υπό τους όρους, όμως, αποκλειστικότητας ή/και περιορισμού του εφοδιασμού τους από ανταγωνιστικούς προμηθευτές, καθώς και με την επιβολή, υπό τις αυτές πάντοτε δεσμεύσεις, εκπτώσεων πίστης και στόχων πωλήσεων. Η Αθηναϊκή Ζυθοποιία υλοποιούσε, επίσης, περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές προς χονδρεμπόρους, όπως η παροχή σε αυτούς σημαντικών οικονομικών κινήτρων έναντι περιορισμού του εφοδιασμού τους από ανταγωνιστές, προνομιακών όρων πίστωσης και με την άσκηση παράλληλης πίεσης για διακοπή της διακίνησης ανταγωνιστικών σημάτων.

Η απάντηση της εταιρείας

«Θεωρούμε ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από την Αθηναϊκή Ζυθοποιία κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ούτε έδωσε τη δέουσα προσοχή στις θεμελιώδεις εξελίξεις που έχουν λάβει χώρα στην αγορά μπίρας όλα αυτά τα χρόνια, όπως την αύξηση των εταιρειών που παράγουν και εμπορεύονται προϊόντα μπίρας από 5 το 2000, σε πάνω από 25 το 2014, αλλά και το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας περιορίστηκε από 73% το 2000, σε περίπου 50% σήμερα. Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν με τον πιο σαφή τρόπο ότι η αγορά της μπίρας στην Ελλάδα είναι ελεύθερη και ανοιχτή στον ανταγωνισμό» ανέφερε από την πλευρά της η εταιρεία».